Του Βασίλη Σπυρόπουλου
Πολλά… μαργαριτάρια φέρνει στο φως έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς για το 2024. Η συγκεκριμένη έρευνα δημοσιεύθηκε την περασμένη Τετάρτη και είναι άκρως αποκαλυπτική για την οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών, τα οποία, από ό,τι φαίνεται, τρώνε από το κομπόδεμα που έχουν στην άκρη. Παράλληλα, διαφαίνεται ξεκάθαρα το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών, όπως αυτό αποτυπώνεται από την καταναλωτική τους συμπεριφορά.
Πώς γίνεται να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα βγάζουμε;
Κατ’ αρχάς, προκύπτει ένα πολύ σημαντικό εύρημα, το οποίο φανερώνει τις συνθήκες της άσχημης πραγματικότητας που βιώνουν καθημερινά οι περισσότεροι Έλληνες. Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιμές έφθασε, για το 2024, τα 20.700 ευρώ. Για το ίδιο έτος, το μέσο ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών έφθασε τα 20.103 ευρώ. Τι βλέπουμε εδώ; Μια διαφορά ανάμεσα στα δύο μεγέθη της τάξεως των 597 ευρώ. Πως, άραγε, δικαιολογείται και εν συνεχεία καλύπτεται αυτή η διαφορά; Θα πρέπει κανείς να αναγνωρίσει ότι τα χρήματα που μπαίνουν κάθε μήνα στο οικογενειακό budget δεν φθάνουν, άντε στην καλύτερη περίπτωση να επαρκούν για 15 με 20 ημέρες. Οι ανάγκες, όμως, τρέχουν και δεν περιμένουν πότε θα ξαναβρεθούν χρήματα για να πληρωθούν λογαριασμοί, έκτακτα έξοδα, σούπερ μαρκετ, φροντιστήρια των παιδιών και τόσα άλλα. Κατά συνέπεια, καταφεύγει κανείς στα έτοιμα, εάν έχει καταφέρει να βάλει κάτι στην άκρη, ή δανείζεται από γνωστούς, φίλους και συγγενείς για να τα φέρει βόλτα.
Πληρώνουμε περισσότερα χρήματα για… λιγότερες ποσότητες αγαθών
Τα έξοδα τρέχουν και δεν φθάνουν και όσον αφορά την αγορά βασικών αγαθών διατροφής. Ειδικά στα τρόφιμα, τα ελληνικά νοικοκυριά αγόρασαν μικρότερες ποσότητες, παρά το γεγονός ότι δαπάνησαν περισσότερα χρήματα γι’ αυτές.
«Βγάζει μάτι» η περίπτωση του ελαιόλαδου και του βουτύρου. Για την αγορά τους, δαπανήσαμε 12,6% περισσότερα χρήματα το 2024, σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με το 2023. Ας ληφθεί υπόψιν ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα παρουσιάσθηκε μείωση στη μέση μηνιαία κατανάλωση ελαιολάδου κατά 14%, αφού η τιμή του αυξήθηκε κατά μέσο όρο πάνω από 41%, σύμφωνα με στοιχεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ.
Μείωση κατανάλωσης
Κι αφού δεν μένει ευρώ για ευρώ στην τσέπη κάθε μήνα, είναι λογικό να μειώνεται και η κατανάλωση βασικών διατροφικών αγαθών. Για παράδειγμα, ενώ ξοδέψαμε 4,8% περισσότερα χρήματα σε σχέση με το 2023 για την αγορά φρούτων, μειώσαμε την κατανάλωσή τους σε ποσότητα κατά -1,7%. Αντίστοιχα, για τα λαχανικά ξοδέψαμε κατά μέσο όρο 3,3% περισσότερα χρήματα, σε μηνιαία βάση, και μειώσαμε την ποσότητα κατά -0,8%.
Σταματήσαμε, όμως, να καταναλώνουμε και άλλα τρόφιμα, όπως το γάλα και τα αυγά. Συνολικά για γαλακτοκομικά και αυγά ξοδέψαμε περίπου 1 ευρώ λιγότερο το μήνα (-1,7%), γεγονός που συνδέεται και με την αύξηση των τιμών αυτών των προϊόντων. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αυξήθηκε η κατανάλωση στο γιαούρτι.
Ξοδεύουμε 4.117 ευρώ λιγότερα το χρόνο σε σχέση με το μακρινό 2008
Το 2008 είναι πράγματι μακρινό και μάλλον πέρασε… και δεν ακούμπησε. Εντούτοις, η οικονομική κρίση που ακολούθησε τα χρόνια των παχιών αγελάδων έχει προκαλέσει ανεπούλωτες πληγές στον οικογενειακό κορβανά. Σύμφωνα πάντοτε με τα στοιχεία της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ, σε ονομαστικές τιμές η μέση ετήσια δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών είναι μειωμένη κατά 16,6% σε σύγκριση με το 2008.
Είναι ενδεικτικό ότι κάθε μήνα ξοδεύουμε κατά μέσο όρο 343 ευρώ λιγότερα από ό,τι το 2008 (1724 ευρώ έναντι 2067 ευρώ, αντίστοιχα). Σε ετήσιο επίπεδο η συρρίκνωση των δαπανών αντιστοιχεί σε 4.117 ευρώ, δηλαδή όσο τέσσερις μέσοι καθαροί μισθοί (1.044 ευρώ το 2024). Παρόλα αυτά, η μείωση των δαπανών είναι πολλαπλάσια σε πραγματικούς όρους, αν κανείς προσμετρήσει στην εξίσωση ότι ο πληθωρισμός, κατά το ίδιο διάστημα, αυξήθηκε κατά 25,5%.
Δύο διαφορετικοί κόσμοι: Φτωχοί και μη φτωχοί
Αν συγκρίνει κανείς τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τις δαπάνες μεταξύ φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών, τότε μπορεί ίσως να διανοηθεί το χάσμα που όλο και μεγαλώνει ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Τα στοιχεία είναι αμείλικτα: Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη του φτωχού πληθυσμού, είναι λιγότερη από το 1/3 της αντίστοιχης δαπάνης του μη φτωχού πληθυσμού. Όσοι διαβιούν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας, έχουν μέση μηναία ισοδύναμη δαπάνη από αγορές 392 ευρώ το μήνα, έναντι 1.220 για τους μη φτωχούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ, που αναδεικνύει το ως άνω γράφημα, τα τρόφιμα είναι το πλέον ανελαστικό έξοδο, με τον φτωχό πληθυσμό να δαπανά σε μηνιαία βάση το 55% των χρημάτων που δαπανά ο μη φτωχός πληθυσμός (132 ευρώ έναντι 241 ευρώ σε μέση ισοδύναμη δαπάνη). Οι φτωχοί ξοδεύουν τα μισά χρήματα για στέγαση από ό,τι οι μη φτωχοί (90 ευρώ το μήνα έναντι 180).
Για τον φτωχό πληθυσμό, από κάθε 10 ευρώ που δαπανά, σχεδόν τα 6 (57%) πηγαίνουν σε τρόφιμα και στέγαση. Ο μη φτωχός πληθυσμός δαπανά περίπου το ένα τρίτο των μηναίων εξόδων του (34%) σε τρόφιμα και στέγαση.
Οι δαπάνες του φτωχού πληθυσμού για υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή πολιτισμό είναι το 25%, 12% και 8% αντίστοιχα όσων ξοδεύει ο μη φτωχός πληθυσμός.
Ανισότητα και πάλι… ανισότητα
Στα ύψη παραμένει το χάσμα μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων στη χώρα μας. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού ξοδεύει κατά μέσο όρο υπερπενταπλάσια χρήματα σε αγορές σε τρέχουσες τιμές από ό,τι το φτωχότερο 20%.
Το 20% των φτωχότερων νοικοκυριών ξοδεύει το 22,4% του μηνιαίου προϋπολογισμού σε στέγαση τη στιγμή που το 20% των πλουσιότερων νοικοκυριών δαπανά για στέγαση μόλις το 12% των μηνιαίων εξόδων του!
Ο βραχνάς του πληθωρισμού
Σε όλα τα παραπάνω πολύ σημαντικά ευρήματα της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ αξίζει να συνυπολογίσει κανείς και τον βραχνά του πληθωρισμού που απομυζά ό,τι έχει απομείνει στο πορτοφόλι, ιδίως των πιο ευάλωτων. Οι υψηλές πληθωριστικές τάσεις στις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών- για να μην αναφερθούμε στον τομέα της ενέργειας- συμπιέζουν, μήνα τον μήνα, την αγοραστική δύναμη του Έλληνα και της Ελληνίδας.
Βέβαια, όταν έχεις τον τρόπο σου και δεν σου λείπουν τα χρήματα, όλα αυτά σου φαίνονται ξένα, σαν να έχουν να κάνουν με κάποιους ιθαγενείς μια άλλης χώρας στην Αφρική ή στην Ασία. Αν έχεις και την δυνατότητα να τρως από τα έτοιμα, ακόμη καλύτερα. Αλλά, για πόσο θα φθάσουν και τα έτοιμα, κάποια στιγμή θα τελειώσουν.
Είναι πάντως γεγονός ότι η αξία του χρήματος στην Ελλάδα έχει υποστεί καθίζηση. Εν έτει 2025, με 50 ευρώ αγοράζεις στο σούπερ μάρκετ όσα στο πρόσφατο παρελθόν αγόραζες με 20 ευρώ. Σας μυρίζει υποτίμηση;