Του Κώστα Παππά
Η συζήτηση γύρω από το νέο πολιτικό εγχείρημα που φαίνεται να ετοιμάζει ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι απλώς ένα ακόμη επεισόδιο εσωκομματικών τριβών. Είναι το σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης αντιπροσώπευσης, συνοχής και στρατηγικής στον χώρο που άλλοτε διεκδικούσε τον ρόλο της ριζοσπαστικής αριστερής δύναμης με κυβερνητικές φιλοδοξίες. Τα «συντροφικά μαχαιρώματα» που έχουν αρχίσει να καταγράφονται, άλλοτε με δημόσιες αιχμές και άλλοτε με υπόγειες διαρροές, ξεπερνούν τη σφαίρα της προσωπικής αντιπαράθεσης. Αποτυπώνουν την αδυναμία ενός πολιτικού χώρου να αναμετρηθεί με τις δικές του αντιφάσεις.
Η παρουσία Τσίπρα λειτουργούσε επί χρόνια ως κεντρομόλος δύναμη: ακόμη και όσοι διαφωνούσαν μαζί του αναγνώριζαν ότι η πολιτική του απήχηση κρατούσε συμπαγές ένα ετερόκλητο κόμμα. Από τη στιγμή που αποσύρθηκε από την ηγεσία, οι εντάσεις που κρατιούνταν στο περιθώριο αναδύθηκαν στην επιφάνεια. Οι σημερινές επιθέσεις προς το πρόσωπό του, προερχόμενες από ανθρώπους που άλλοτε τον πλαισίωναν, δεν στοχεύουν τόσο στο νέο εγχείρημα καθαυτό, όσο στο ενδεχόμενο ότι η επιστροφή του θα ανατρέψει εύθραυστες ισορροπίες.
Το φαινόμενο δεν είναι νέο στην πολιτική ιστορία: τα στελέχη που σπεύδουν να προλάβουν τις εξελίξεις συχνά εκφράζουν τον φόβο ότι θα αναμετρηθούν με την πολιτική τους γύμνια. Στην προκειμένη περίπτωση, αρκετοί φαίνεται να ανησυχούν όχι για το τι θα κάνει ο Τσίπρας, αλλά για το ότι μια νέα πολιτική πρωτοβουλία μπορεί να αναδείξει την αδυναμία τους να διαμορφώσουν αυτόνομο και πειστικό αφήγημα. Η εύκολη λύση, λοιπόν, είναι να βαφτίσουν «διχαστική» την επανεμφάνισή του, αντί να κοιτάξουν γιατί ο χώρος δυσκολεύεται να πείσει ακόμη και τα παλαιότερα στηρίγματά του.
Ο Τσίπρας, από την πλευρά του, φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι η κοινωνία έχει αλλάξει και ότι οι πολιτικές δομές που κάποτε λειτούργησαν ως όχημα για την άνοδό του έχουν πλέον απομακρυνθεί από τις ανάγκες του εκλογικού σώματος. Η απόφασή του να επανέλθει στο προσκήνιο δεν είναι απλώς μια προσωπική φιλοδοξία — τουλάχιστον δεν παρουσιάζεται έτσι. Είναι μια προσπάθεια να συγκροτηθεί κάτι νέο, το οποίο δεν θα εγκλωβιστεί στη φθορά ενός κόμματος που δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τι ακριβώς εκπροσωπεί.
Το εγχείρημα, βέβαια, δεν είναι χωρίς κινδύνους. Η κοινωνική απήχηση ενός νέου κόμματος δεν εξασφαλίζεται αυτόματα από την αναγνωρισιμότητα του ιδρυτή του. Απαιτείται ένα πολιτικό στίγμα που να μην αποτελεί απλώς ανακύκλωση παλιών θεματικών. Χρειάζεται ριζική επανεξέταση προτάσεων, νέους τρόπους οργάνωσης, καθαρή στρατηγική απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει παγιωθεί σε συγκεκριμένες ισορροπίες. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν ο Τσίπρας μπορεί να «επιστρέψει», αλλά αν μπορεί να πείσει ότι επιστρέφει για κάτι ουσιαστικά διαφορετικό.
Όσο για τα μαχαιρώματα, δεν είναι παρά ο θόρυβος που προκαλείται όταν ένα οικοδόμημα χωρίς γερά θεμέλια αρχίζει να τρίζει. Και ίσως αυτό να είναι το πραγματικό μήνυμα της συγκυρίας: ότι ένας πολιτικός χώρος που δεν μπορεί να κοιτάξει κατάματα τις δικές του αποτυχίες, θα συνεχίσει να αναλώνεται σε εσωτερικές συγκρούσεις, αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για όποιον τολμήσει να προτείνει κάτι νέο — ακόμη κι αν αυτός είναι ο άνθρωπος που κάποτε προσπάθησε να τον ενώσει.


