Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Η καθυστερημένη “επαναφορά” των συλλογικών συμβάσεων: μια απόφαση που φανερώνει περισσότερα από όσα υπόσχεται

Του Κώστα Παππά

Η απόφαση της κυβέρνησης να επαναφέρει —έστω και τυπικά— τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας παρουσιάστηκε ως μια μεγάλη θεσμική τομή, ένα βήμα “επιστροφής στην κανονικότητα” και ενίσχυσης των εργαζομένων. Όμως πίσω από τους πανηγυρισμούς και τις επικοινωνιακές κορώνες, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και, δυστυχώς, λιγότερο ελπιδοφόρα. Πρόκειται για μια απόφαση που, αν και σωστή στη θεωρία, ήρθε καθυστερημένα, αποσπασματικά και υπό την πίεση κοινωνικών και ευρωπαϊκών πιέσεων, παρά από πραγματική πολιτική βούληση.

Καταρχάς, η καθυστέρηση δεν είναι τυχαία. Εδώ και χρόνια, εργαζόμενοι και συνδικάτα προειδοποιούν για τις συνέπειες της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας: μισθολογικός ανταγωνισμός προς τα κάτω, εξάντληση των νέων, αύξηση μερικής απασχόλησης και επισφαλών μορφών εργασίας, πίεση σε κλάδους που παραδοσιακά στηρίζονταν στη συλλογική διαπραγμάτευση. Παρά τα στοιχεία, η κυβέρνηση επέλεξε να κωφεύσει. Μόνο όταν οι κοινωνικές εντάσεις έγιναν εμφανείς και όταν η δημόσια συζήτηση για την ακρίβεια και τις εργασιακές ανισότητες έφτασε στο αποκορύφωμά της, θυμήθηκε ότι οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν θεμέλιο της εργασιακής δημοκρατίας.

Αυτή η καθυστέρηση είχε πραγματικό κόστος. Χιλιάδες εργαζόμενοι, ειδικά στους κλάδους του τουρισμού, της εστίασης, του εμπορίου και των υπηρεσιών, βίωσαν στην πράξη τι σημαίνει απουσία θεσμικής προστασίας. Οι μισθοί παρέμειναν καθηλωμένοι ενώ το κόστος ζωής εκτοξευόταν. Η αγορά έγινε ξανά πεδίο ασύμμετρων δυνάμεων, όπου ο εργαζόμενος καλείται να διαπραγματευθεί μόνος απέναντι σε εργοδότες με ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση. Και αντί η κυβέρνηση να δράσει έγκαιρα για να συγκρατήσει αυτή τη διολίσθηση, προτίμησε να παρακολουθεί το φαινόμενο να γιγαντώνεται, παρεμβαίνοντας μόνο όταν έγινε πολιτικά επιβεβλημένο.

Επιπλέον, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων ανακοινώνεται χωρίς ένα συνολικό σχέδιο ενίσχυσης της εργασιακής επιθεώρησης, χωρίς επαρκείς μηχανισμούς ελέγχου και χωρίς διασφαλίσεις ότι οι εργοδότες θα τηρήσουν πραγματικά τις δεσμεύσεις τους. Τι σημαίνει άραγε η “επαναφορά” όταν το κράτος δεν διαθέτει τα εργαλεία να εποπτεύσει την εφαρμογή της; Πόσο ουσιαστική μπορεί να είναι μια τέτοια απόφαση όταν δεν συνοδεύεται από μέτρα ενίσχυσης των ελεγκτικών μηχανισμών, προστασίας των εργαζομένων από αντίποινα και πραγματικής διαπραγματευτικής ενδυνάμωσης των συνδικάτων;

Δεν είναι τυχαίο ότι οι αντιδράσεις από τον χώρο της εργασίας είναι ανάμεικτες. Από τη μια, κανείς δεν αρνείται ότι η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων αποτελεί βήμα θετικό. Από την άλλη όμως, η αίσθηση πως πρόκειται για μια “αναγκαστική” κυβερνητική κίνηση που γίνεται καθυστερημένα και με τρόπο ελλιπή, υπονομεύει την αξιοπιστία της. Η πολιτική βούληση δεν αποδεικνύεται από τις τελετουργικές ανακοινώσεις, αλλά από την πρόθεση να χτιστούν θεσμοί που λειτουργούν στην πράξη και όχι μόνο στα χαρτιά.

Και υπάρχει ακόμη ένα κρίσιμο ζήτημα: η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει την κίνηση αυτή ως δική της πρωτοβουλία, αποσιωπώντας το γεγονός ότι η κοινωνία είχε προ πολλού απαιτήσει ισχυρότερες μορφές προστασίας της εργασίας. Η διαφορά μεταξύ μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης και μιας καθυστερημένης, επικοινωνιακής κίνησης είναι ότι η πρώτη αλλάζει τις συνθήκες της καθημερινότητας, ενώ η δεύτερη περιορίζεται να καλλιεργεί εντυπώσεις.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια νέα εργασιακή πολιτική που προστατεύει, ενισχύει και στηρίζει τον εργαζόμενο, όχι από αποσπασματικές κινήσεις που γίνονται υπό την πίεση των περιστάσεων. Όσο η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει με σοβαρότητα τις ρίζες της εργασιακής ανασφάλειας —την αδήλωτη εργασία, την ανεπάρκεια ελέγχων, τη δύναμη των μονοπωλιακών πρακτικών, τις χαμηλές αποδοχές— τόσο οι όποιες κινήσεις “επιστροφής στην κανονικότητα” θα μοιάζουν με μισόλογα.

Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων ήταν απαραίτητη. Αλλά ήρθε αργά. Και όσο δεν συνοδεύεται από ένα συνολικό σχέδιο ριζικής ενίσχυσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, θα παραμένει μια πράξη συμβολική: ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά μικρότερο και πιο αδύναμο από όσο έχει ανάγκη η κοινωνία.