Η ρωσική κάτω βουλή ενέκρινε σήμερα κίνηση για αποχώρηση από μια συμφωνία ορόσημο με τις Ηνωμένες Πολιτείες που αποσκοπούσε στη μείωση των τεράστιων αποθεμάτων πλουτωνίου που είχαν απομείνει από χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η Συμφωνία Διαχείρισης και Διάθεσης Πλουτωνίου (PMDA) που υπογράφτηκε το 2000, δέσμευε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία να απορρίψουν τουλάχιστον 34 τόνους πλουτωνίου κατάλληλου για την κατασκευή όπλου η κάθε μία χώρα, κάτι που Αμερικανοί αξιωματούχοι είπαν ότι θα ήταν αρκετό για έως 17.000 πυρηνικές κεφαλές. Η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ το 2011.
“Οι Ηνωμένες Πολιτείες έλαβαν έναν αριθμό αντιρωσικών μέτρων τα οποία αλλάζουν θεμελιωδώς τη στρατηγική ισορροπία που επικράτησε την εποχή της Συμφωνίας και δημιουργούν επιπρόσθετες απειλές στη στρατηγική σταθερότητα”, αναφέρει ρωσικό σημείωμα στη νομοθεσία για την απόσυρση της Μόσχας από τη συμφωνία.
Αφού διέλυσαν χιλιάδες κεφαλές μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Μόσχα και η Ουάσινγκτον έμειναν με τεράστια αποθέματα πλουτωνίου κατάλληλου για την κατασκευή όπλου, που ήταν κοστοβόρο να αποθηκευθούν και συνιστούσε εν δυνάμει κίνδυνο εξάπλωσης.
Ο σκοπός της PMDA ήταν να απαλλαγούν από το πλουτώνιο για κατασκευή όπλου μετατρέποντάς το σε πιο ασφαλές μορφές — όπως καύσιμα από μικτά οξείδια (MOX) ή ακτινοβολώντας πλουτώνιο σε αντιδραστήρες ταχέων νετρονίων για παραγωγή ηλεκτρισμού.
Η Ρωσία ανέστειλε την εφαρμογή της συμφωνίας το 2016, επικαλούμενη κυρώσεις των ΗΠΑ και μη φιλικές ενέργειες εναντίον της Ρωσίας όπως τις χαρακτήρισε, τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τις αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες απαλλάσσονταn από το πλουτώνιό τους.
Η Ρωσία δήλωσε τότε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συμμορφώνονταν με τη συμφωνία αφότου η Ουάσινγκτον, χωρίς ρωσική έγκριση, άρχισε απλώς να διαλύει το πλουτώνιο και να το απορρίπτει.
Η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μακράν οι μεγαλύτερες πυρηνικές δυνάμεις στον κόσμο, και ελέγχουν μαζί περίπου 8.000 πυρηνικές κεφαλές, αν και πολύ λιγότερες από τις 73.000 κεφαλές τις οποίες διέθεταν το 1986, σύμφωνα με την Ομοσπονδία Αμερικανών Επιστημόνων (Federation of American Scientists).