Σάββατο, 20 Σεπτεμβρίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Ξυπολυσιά!

Τάσος Βούτσας
Θεολόγος
Σεπτέμβρης του 2025.

Ήτανε φτωχική η γειτονιά του.
Αντικρυστά ένα σπιτάκι που χτίστηκε με άχυρο και λάσπη. Κάτι
κακοφτιαγμένες ξύλινες φόρμες ,κλεμμένα ξύλα από τον εργολάβο τέρμα στο
δρομάκι ,αριστερά από το εικονοστάσι που ‘χε πάντα το καντηλάκι αναμμένο,
μέρα νύχτα.

Διέκρινε πολλές φορές μια μαυροντυμένη γυναίκα ,γερμένη ραχοκοκαλιά από
τα βάρη που ‘σέρνε , να το ανάβει και παραδίπλα ένα γυάλινο μπουκαλάκι
λάδι .Από τα λιγοστά λιόδεντρα της ,στο διπλανό χωριό ,ψηλά στο Τσαμάλι .
Το μικρό γυάλινο μπουκαλάκι θαμπό με τις δαχτυλιές της ,σημάδι ότι αυτής
της έλαχε ο θρήνος και η κακοτυχία .
Τουμπάρισε το τρακτέρι ,ένα γέρικο φόρτσον, αμερικάνικο και πήρε τον άντρα
της από κάτω .Δεν έβγαλε μηδέ ένα κιχ . Δίπλωσε ο σβέρκος από το σιδερένιο
τιμόνι ,και του σπάσε το σπόνδυλο ,ψηλά . Μηδέ ένα κιχ ,μηδέ μια προσευχή
δε πρόκαμε .

Μα και για τουτηνε τη μαυροντυμένη γυναίκα δε σώνεται ποτές της ο θρήνος.
Λες και θα τον αναστήσει με λίγο λαδάκι κι ένα καντηλάκι στο κονοστάσι εκείνο
,χρόνια τώρα, τέρμα του δρόμου ,δίπλα από το ποταμάκι με τα μπακακάκια.
Ωστόσο μη του ξεφύγει ,τη μανούλα του σκέφτονταν πάλι .
Αν και πέρασαν κοντά δέκα και πέντε χρόνια που ‘φυγε στην αγκαλιά του
ψελλίζοντας και ζητώντας …νερό νερό …
Ο δρόμος χωμάτινος ,τα παντζούρια ξύλινα ,άφηναν χαραμάδες να τρυπώσει
ο κουρνιαχτός ,σα θες και το μούγκρισμα από τα γέρικα τραχτέρια .
Κάπου κάπου σέρνονταν κι οι φωνές από τους πραματευτάδες. Πούλαγαν
καλό λάδι σε άχρωμους ντενεκέδες ,στις δεκάξι οκάδες, μα σε καλή τιμή. Κι ο
άλλος που διαλαλούσε λινά προικιά ,κυρίως φτιαγμένα όλα, σε ξύλινους
αργαλειούς ,μα ποτές δεν ζήταγαν εξόφληση αμέσως. Με το μήνα κι όσα
μπορούσε ο καθείς .Τους έφταναν κι αυτωνών τα ολίγα φράγκα να ζήσουνε τη
φαμίλια τους .

«Τα παιδιά ,από τη κοιλιά της ……τρία, γυναίκα μάνα και κυρά, το σπίτι βλέπει
τη Παναγιά κι η Παναγιά εσένα» …*
Το ‘να ,από τα τρία φάνηκε καλό στα γράμματα.
Ξυποληταριά, με τα αλάνια της γειτονιάς όλη μέρα, μπάλα και γυάλινους
βόλους, το βγάλε το δημοτικό με Άριστα . Έλα που το Γυμνάσιο ήτανε
Ιδιωτικό. Πάει να πει επί πληρωμή .
Το κουβεντιάσανε αποβραδίς, ότι κοντοζύγωνε η ημερομηνία ν’ ανοίξουν. Δε
βγαίνανε τα λιανώματα .Ένα γωνιακό καφενέ κι η είσπραξη από πέντε ίσαμε
δέκα δραχμές τη μέρα . Όμως η μάννα πείσμωσε ,είπε θα βγω να πάωμεροκάματο και στα ξένα χωράφια ,θα νοικιάσουμε και πέντε στρέμματα από τον αδερφό της ,στο κάμπο ,να βάλουμε μπάμια ,που πιάνανε καλή τιμή στον έμπορα .

Στ’ αλήθεια ντρέπονταν ,που ο γιος της πάγαινε κι ερχότανε ξυπόλυτος στο
διπλανό νέο σχολείο τους. Του ‘λεγε «δε πειράζει ,στο άλλο παζάρι θα σου
αγοράσω ένα ζευγάρι μπλε ελβιέλα κι ένα ζευγάρι μαύρες γαλότσες του
χειμώνα». Εξ άλλου τον κανάκευε «έλα τώρα μηδέ τρία λεπτά δρόμο δεν είναι
το σχολείο σου και η τάξη σου στα πέτρινα της εκκλησιάς».
Η πληρωμή γίνονταν κάθε μήνα .Βλέπεις ο Γυμνασιάρχης έπρεπε να
πληρώνει το μηνιάτικο στους καθηγητές του .Όλοι μα όλοι αριστεροί που δεν
πιάνανε στασίδι στο δημόσιο .
Έβγαλε αγκομαχώντας πέντε έξη μήνες, μετρώντας και ξαναμετρώντας τα
τάλιρα στο λινό της κομπόδεμα.
Όμως κάπου, στο ξεκίνημα του χειμώνα , βαρύ ,Μάρτης μήνας θα ‘τανε
,αντίκρυσε το γυιόκα της να ‘ρχετε πριν το σχόλασμα σπίτι, κλαμένος,
ντροπιασμένος, επειδής στη μάζωξη της προσευχής, ο Γυμνασιάρχης, μαζί με
όλη τη παλιοπαρέα του ,τον Βασίλη, τον Κώστα, τον Γιώργο τους έβγαλε παρά
όξω στη σέντρα, να φέρουνε το μηνιάτικο οι γονείς ειδάλλως, τέρμα τα
γράμματα.

Για να μαζώνουνε στα σίγουρα το μηνιάτικο του Γυμνασίου είχαν
κουμπαράδες με κλειδί από κάτω , ξέρεις αυτούς τους κίτρινους από το
ταχυδρομείο.
Κουμπαράς πρώτος: το νοίκι για το καφενέ
Κουμπαράς δεύτερος: για το καβουρντισμένο καφέ βραζιλιάνικο
Κουμπαράς τρίτος: για τις λεμονάδες και πορτοκαλάδες Αγνή
Κουμπαράς τέταρτος: το μηνιάτικο του Γυμνασίου …έλα όμως που συχνά
μανά γινόντουσαν πανηγύρια στην πλατεία του καφενέ! .
Μαζώνανε χρήμα από τις μπύρες και το ψητό που πούλαγαν. Τα
συγκροτήματα ήταν μετρημένα: Τάσια Βέρα, Σοφία Κολλητήρι, Ζωγράφος
Κώστας και Μεϊντανάς Γιώργος.
Εκεί γινότανε μια παλικαριά, ποιος έχει σειρά στο χορό να δείξει στους
συγχωριανούς ότι κι αυτός μετράει και δίνει παραγγελιές!
Ο πατέρας του κάπου προς το τέλος , πριν τα ξημερώματα ζήτησε
παραγγελιά ένα τραγούδι από το διάσημο λαρύγγι του Μεϊντανά. Πιο δίπλα
ήτανε όμως μια όμορφη τραγουδιάρα, ξανθιά που τράβηξε την προσοχή του
πατέρα και ευθύς αμέσως βγάζει από την κολοτσέπα του κατοστάρικο σωρό
και αρχινάει να τα κολλάει στο μέτωπό της και να τα τρουπώνει στο ανοιχτό
της ντεκολτέ !!!

Το πρωί όμως η κυρά πρόσεξε ότι ο κουμπαράς τέσσερα ήταν ξεκοιλιασμένος
και λείπανε τα λιανώματα και τα κατοστάρικα για το Γυμνάσιο . Έτσι κατά τις
δώδεκα την επαύριον σκούντηξε τον ξενυχτισμένο καφετζή φωνάζοντας : «έλα
Θανάς ήρθαν τα κορίτσα από την κομπανία να σ ‘ευχαριστήσουν για τη
χαρτούρα…..τα βλέπεις τώρα; Που ‘ριξες στην ποδιά της…»
Ούτε που ζήλεψε και στ’ αλήθεια τον καμάρωσε για το λεβέντικο τσάμικο που
χόρεψε. Αυτός ο ταπεινός μεροκαματιάρης , ο δικός της άντρας!…
Η μάνα του, μεμιάς ξυπολήθηκε από κάτι στραβό πατημένες παντόφλες, πως
να σερβίριζε δα στο καφενέ της ξυπόλυτη και έχωσε βαθιά τις πατούσες στη
λασπουριά. Μια και δυο, όξω από τη πόρτα του Γυμνασιάρχη. Μαθηματικός
ήτανε, μα καλοσυνάτος κι αγαπησιάρης με τους μαθητές του .
Ωστόσο της εξιστόρησε ότι δεν βγαίνει η μισθοδοσία και θα πρέπει να διώξει
καθηγητάδες κι αυτό θα ‘ναι ζημιά στη μάθηση. Κρίμας της είπε γιατί ο γιός
σου είναι πρώτος μαθητής, ολίγον παραπτωματικός μ όλη αυτή πλέμπα που
κάνει παρέα . Η Μάννα δεν κώλωσε ,παρεχτός του ‘δείξε τα λασπωμένα
ποδάρια της, ίσαμε με τα γόνατα, μαύρα κι άραχνα και υποσχέθηκε τον άλλο
μήνα να φέρει δύο μηνιάτικα μαζωμένα .

Θα αυγάταινε το βίος τους ,επειδής θα άνοιγαν οι δουλειές στη Κωπαΐδα και
θα μάζωνε μεροκάματα .Ακόμα του υποσχέθηκε ότι θα προσεύχεται γι αυτόν
και τη φαμίλια του ,στη διπλανή εκκλησιά, να τους φυλάει και να τους δίνει
μέρες και χρόνια πολλά .

Μ αυτόνα το θέατρο, χρειάστηκε πολλές φορές να ξυποληθεί για το γυιόκα
της, που βρε το άτιμο το βλέπε σα παιχνίδι να γλυτώσει τα μαθήματα και να
γυρνοβολάει της γειτονιές, αντάμα με τους παραπτωματικούς φίλους του .
«Το σπίτι βλέπει τη Παναγιά κι η Παναγιά εσένα, κάθε βραδάκι στην αυλή, με
το μπάρμπα Θανάση, χαμόγελο απ’ την ψυχή και σπιτικό γλυκό κεράσι !»**