Οι κυβερνοεπιθέσεις, που πραγματοποιούνται όλο και πιο συχνά από ξένες μυστικές υπηρεσίες και όχι από εγκληματίες, κόστισαν στη γερμανική οικονομία σχεδόν 300 δισ. ευρώ το 2024, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη.
Όπως σημειώνει το πρακτορείο Reuters, η έρευνα που διεξήγαγε ο εταιρεία Bitkom διαπίστωσε ότι σχεδόν οι μισές από τις εταιρείες που μπόρεσαν να εντοπίσουν τις πηγές των επιθέσεων εντόπισαν ίχνη στη Ρωσία και την Κίνα, ενώ περίπου το ένα τέταρτο εντόπισε ίχνη σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στις ΗΠΑ.
«Τα ίχνη οδηγούν σαφώς και χωρίς αμφιβολία προς τα ανατολικά, με δύο χώρες να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή: τη Ρωσία και την Κίνα», δήλωσε ο Ralf Wintergerst, επικεφαλής της Bitkom, σε συνέντευξη Τύπου, παρουσιάζοντας την έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε περίπου 1.000 εταιρείες.
Η σκιά του παγκόσμιου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, έχει δημιουργήσει ένα πιο σκληρό περιβάλλον στον κυβερνοχώρο, με τις υπηρεσίες ασφαλείας σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο να αναφέρουν μια μεγάλη αύξηση των επιθέσεων που μπορούν να αποδοθούν σε αντίπαλα μπλοκ δυνάμεων.
Το ransomware – κακόβουλο λογισμικό που κλειδώνει τα δεδομένα μέχρι το θύμα να πληρώσει για να αποκατασταθεί η πρόσβαση – ήταν η πιο συνηθισμένη πρακτική, με το 34% να έχει υποστεί τέτοιες επιθέσεις, από μόλις 12% το 2022. Μία στις επτά εταιρείες πλήρωσε λύτρα.
Οι μεγάλες εταιρείες ήταν ως επί το πλείστον καλά προετοιμασμένες για τις κυβερνοεπιθέσεις, ενώ οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας, συχνά χρειάστηκαν να κάνουν περισσότερα.
«Τα όρια μεταξύ του κυβερνοεγκλήματος και της κυβερνοκατασκοπείας γίνονται όλο και πιο ασαφή στις κυβερνοεπιθέσεις», δήλωσε ο Sinan Selen, αναπληρωτής επικεφαλής της γερμανικής υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας BfV, στην ίδια συνέντευξη Τύπου.
Το Ιράν και η Βόρεια Κορέα αποτελούν επίσης σημαντικές πηγές κυβερνοεπιθέσεων, πρόσθεσε.