Του Κώστα Παππά
- Η δικογραφία για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, το ευρωπαϊκό δίκαιο και το κρίσιμο τεστ της ευθύνης υπουργών
Η δεύτερη δικογραφία που, σύμφωνα με πληροφορίες, ετοιμάζει η Ευρωπαία Εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ επαναφέρει με ένταση ένα παλιό αλλά άλυτο θεσμικό ζήτημα: πότε το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει της εθνικής νομοθεσίας στο θέμα της ευθύνης υπουργών και ποιες μπορεί να είναι οι πολιτικές συνέπειες, ακόμη και στο επίπεδο της πρόκλησης πρόωρων εκλογών.
Το ενδεχόμενο η ευρωπαϊκή έρευνα να αποδώσει ποινικές ευθύνες σε πρώην υπουργούς της κυβέρνησης έχει ήδη ανοίξει τη συζήτηση για το αν η ελληνική έννομη τάξη μπορεί να λειτουργήσει ως «φίλτρο» προστασίας πολιτικών προσώπων ή αν, αντίθετα, υποχρεούται να υποχωρήσει μπροστά στις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η πολιτική πίεση θα είναι τεράστια, με το ενδεχόμενο προσφυγής στις κάλπες να προβάλλει ως μια πιθανή διέξοδος διαχείρισης της κρίσης.
Συνταγματολόγοι επισημαίνουν ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία υπερισχύει της εθνικής όταν διακυβεύονται αρμοδιότητες που έχουν μεταβιβαστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ, πρόκειται για τη διαχείριση ευρωπαϊκών αγροτικών κονδυλίων και, άρα, για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι εθνικές ρυθμίσεις περί ευθύνης υπουργών –όπως ειδικές διαδικασίες ή σύντομες προθεσμίες παραγραφής– δεν μπορούν να εμποδίσουν την ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η αρχή της υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου δεν λειτουργεί ως κατάργηση του Συντάγματος, αλλά ως κανόνας ερμηνείας και εφαρμογής του. Όπως έχει επισημάνει, όταν μια εθνική συνταγματική διάταξη οδηγεί σε αποτέλεσμα ασύμβατο με δεσμευτικούς κανόνες του ενωσιακού δικαίου, τότε το κράτος οφείλει να αναζητήσει λύση που να διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Στην πράξη, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ειδικά προνόμια ποινικής μεταχείρισης υπουργών δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως ασπίδα σε υποθέσεις ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Νίκος Αλιβιζάτος έχει υπογραμμίσει ότι η ευθύνη υπουργών δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ζήτημα «εθνικής εξαίρεσης» όταν υπάρχει σαφής σύνδεση με παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου. Έχει μάλιστα επισημάνει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπει εθνικές ρυθμίσεις που καθιστούν πρακτικά αδύνατη τη δίωξη σοβαρών παραβάσεων εις βάρος της Ένωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, αν η δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας οδηγήσει σε απόδοση ποινικών ευθυνών σε πρώην υπουργούς, το πολιτικό διακύβευμα θα είναι τεράστιο. Η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη όχι μόνο με ένα νομικό ζήτημα, αλλά με μια κρίση νομιμοποίησης, στην οποία το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών θα τεθεί αναπόφευκτα στο τραπέζι.
Όπως σημειώνουν έμπειροι αναλυτές, το ερώτημα δεν είναι πλέον μόνο αν το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει της εθνικής νομοθεσίας, αλλά αν το πολιτικό σύστημα είναι έτοιμο να διαχειριστεί τις συνέπειες αυτής της υπεροχής. Και αυτές οι συνέπειες, στην παρούσα συγκυρία, μπορεί να αποδειχθούν βαθιά πολιτικές.




