Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Πληθωρισμός: Διάκριση μεταξύ συμφερόντων των πολιτών και των επιχειρήσεων

Γιώργος Σ. Ατσαλάκης Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης* 

Ιωάννα Ατσαλάκη Διδάσκων Πολυτεχνείου Κρήτης*

Οι Κεντρικές τράπεζες δεσμεύονται να συνεχίσουν τις προσπάθειες καταπολέμησης του πληθωρισμού έως ότου επιτευχθούν πλήρως οι στόχοι για πληθωρισμό 2%, τονίζοντας ότι τα πρόσφατα θετικά στοιχεία για τον πληθωρισμό δεν σημαίνουν ακόμη την επίτευξη σταθερότητας των τιμών. Η συζήτηση φέρνει όμως στο φως τις διαφορετικές προτεραιότητες μεταξύ των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίοι επικεντρώνονται έντονα στις μειώσεις των επιτοκίων, και την ευρύτερη εντολή των υπευθύνων χάραξης οικονομικής πολιτικής που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των λαών γενικότερα.

Ενώ τα οικονομικά μέσα ενημέρωσης μπορεί να δίνουν προτεραιότητα στις μειώσεις των επιτοκίων, το πρωταρχικό μέλημα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής είναι η ευημερία των λαών, υπογραμμίζοντας μια διάκριση στην εστίαση και την ευθύνη. Οι μειώσεις των επιτοκίων και οι προσαρμογές της νομισματικής πολιτικής αποτελούν θέματα συζήτησης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα οικονομική ανθεκτικότητα. Τίθεται το ερώτημα: γιατί οι κεντρικές τράπεζες να  μειώσουν τα επιτόκια όταν η οικονομία φαίνεται να ευδοκιμεί υπό τις υπάρχουσες συνθήκες; Η απάντηση υπογραμμίζει τον μελλοντικό σαφή χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής, όπου οι προβολές, και όχι οι υποσχέσεις, καθοδηγούν τις αποφάσεις.

Οι προβολές αυτές βασίζονται στις αναμενόμενες οικονομικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της σταδιακής μείωσης του πληθωρισμού και της επιβράδυνσης της οικονομίας και της εργασίας. Οι προσαρμογές των επιτοκίων εξετάζονται ως μέτρα για να διασφαλιστεί ότι οι νομισματικές συνθήκες εξακολουθούν να στηρίζουν τη συνεχιζόμενη οικονομική υγεία, αποφεύγοντας μια υπερβολικά αυστηρή στάση που θα μπορούσε να υπονομεύσει την πρόοδο προς την επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό. Αυτή η διαφοροποιημένη προσέγγιση της νομισματικής πολιτικής αντανακλά την ισορροπία μεταξύ της ανταπόκρισης στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες και της πρόβλεψης μελλοντικών εξελίξεων. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να κινούνται μεταξύ των άμεσων δεδομένων και των πιο μακροπρόθεσμων προσδοκιών, με στόχο την προώθηση μιας σταθερής και υγιούς οικονομίας, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι προσαρμογές της νομισματικής πολιτικής ανταποκρίνονται και είναι υπεύθυνες. Ο απώτερος στόχος είναι να επιτευχθεί μια διατηρήσιμη ισορροπία όπου ο πληθωρισμός ελέγχεται χωρίς να καταπνίγεται η οικονομική ανάπτυξη, μια λεπτή ισορροπία που απαιτεί προσεκτική εξέταση τόσο των τρεχουσών οικονομικών επιδόσεων όσο και των μελλοντικών προβλέψεων.

Δυστυχώς η συνταγή για τον πληθωρισμό ζήτησης, δηλαδή μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί, δεν έχει μόνιμο αποτέλεσμα. Οι τιμές της ενέργειας μπορούν να μειωθούν είτε με την αύξηση της παραγωγής που βραχυχρόνια είναι πολύ δύσκολο. Είτε με μείωση της ζήτησης ενέργειας η οποία θα προέλθει από την ύφεση που θα οδηγηθούν οι οικονομίες από την αύξηση των επιτοκίων για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός ζήτησης. Χωρίς όμως αύξηση της παραγωγής ενέργειας,  ο στόχος μείωσης του πληθωρισμού στο 2% θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί και ίσως να μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά  αρκετά χρόνια. Για το λόγο αυτό ακόμα και εάν μειωθεί  ο πληθωρισμός λόγω της ύφεσης, θα «κολλήσει» σε ένα αρκετά υψηλότερο ποσοστό από το 2%. Σε αυτό συνηγορούν όχι μόνο οι ελλείψεις σε ενέργεια, αλλά και οι ελλείψεις που παρουσιάζονται σε εργατικό δυναμικό,  σε αποθέματα κοβαλτίου, λιθίου, χαλκού, νικέλιου ακόμη και σιδήρου καθώς και στις σπάνιες γαίες, απαραίτητα υλικά για το οικοσύστημα της πράσινης ενέργειας που όλοι θα πρέπει να αγκαλιάσουμε, αλλά με βιώσιμο τρόπο.

Η προβλεπόμενη εξέλιξη των επιτοκίων σε έναν ανοδικό μεγακύκλο, όπου η επόμενες μειώσεις δεν θα προσεγγίζουν τα προηγούμενα ιστορικά χαμηλά, αλλά θα κινηθούν σε υψηλότερα επίπεδα, αντικατοπτρίζει μια σημαντική μεταβολή στη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτός ο μετασχηματισμός ερμηνεύεται εν μέρει από τις αυξανόμενες δημοσιονομικές απαιτήσεις των κρατών για την αντιμετώπιση μιας σειράς παγκόσμιων προκλήσεων και ευκαιριών.

Οι σημαντικές δαπάνες για την πράσινη μετάβαση, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οι επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, και η ενίσχυση των στρατιωτικών δαπανών, αποτελούν βασικούς πυλώνες για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και ασφάλειας των κρατών. Ωστόσο, οι δαπάνες αυτές φέρουν επίσης πληθωριστικές πιέσεις, δεδομένου ότι η αυξημένη δημοσιονομική δραστηριότητα μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, υπερβαίνοντας πολλές φορές την προσφορά.

Η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών σε αυτήν τη δυναμική, μέσω της ρύθμισης των επιτοκίων, αποσκοπεί στον έλεγχο του πληθωρισμού και στη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας. Η προοπτική ενός ανοδικού μεγακύκλου επιτοκίων σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες προετοιμάζονται για μια περίοδο σταδιακής μείωσης και αύξησης των επιτοκίων, ώστε να περιορίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη.

Αυτή η στρατηγική, ωστόσο, απαιτεί ένα λεπτό παιχνίδι ισορροπίας. Η υπερβολικά γρήγορη ή υπερβολικά μεγάλη αύξηση των επιτοκίων μπορεί να περιορίσει την οικονομική ανάπτυξη, καθώς αυξάνει το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Αντιστοίχως, μια πολύ αργή μείωση μπορεί να μην είναι αρκετή για τον έλεγχο του πληθωρισμού. Επομένως, η διαχείριση της μετάβασης σε αυτόν τον νέο μεγακύκλο απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και ευελιξία από τις νομισματικές αρχές, ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική ευημερία και η σταθερότητα σε όφελος των πολιτών και όχι των χρηματοοικονομικών αγορών.

*Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης