Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Επιβίωση της ελληνιστικής κοινής στην καθημερινότητά μέσω του εκκλησιαστικού λόγου – Το παράδειγμα της Μεγάλης Εβδομάδας

 

Του Ιωάννη Χρ. Ιακωβίδη*

Η ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή, η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, υπήρξε η μετεξέλιξη των αρχαίων ελληνικών που εμφανίστηκε περί το 300 π.Χ. μέχρι το 600 μ.Χ. Αποτέλεσε τότε τη lingua franca, τη διεθνή γλώσσα, από την Αίγυπτο ως την Ινδία, υπό την ηγεσία των Μακεδόνων διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα Ευαγγέλια γράφτηκαν σε αυτή και είναι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για τη διάδοση του Χριστιανισμού στα πρώτα χρόνια μετά την έλευση του Ιησού Χριστού. Ομιλήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και, παρά το γεγονός ότι στο δυτικό τμήμα της παραμερίστηκε βαθμιαία από τη λατινική προφορική γλώσσα (μεσαιωνικά λατινικά), στη Ρωμανία (Βυζάντιο) παρέμεινε η καθομιλουμένη επί αιώνες.
Ζώσα χάρη στην ορθόδοξη λατρεία

Ενώ τα αρχαία ελληνικά της εποχής του Πλάτωνος, του Ευριπίδη κ. ο. κ. δεν χρησιμοποιούνται ευρέως στην καθημερινότητά μας για την ικανοποίηση πνευματικών μας επιθυμιών, η ελληνιστική κοινή παραμένει ζώσα μέσω της ορθόδοξης λατρείας. Χαρακτηριστικό είναι το πλήθος των εκκλησιαστικών εκφράσεων, όπως απαντούν στον ευαγγελικό λόγο, στις οποίες καταφεύγει ο λαός μας: «Κύριε, ελέησον», «Ήμαρτον, Κύριε», «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου» κ.ά.

H Μεγάλη Εβδομάδα –και όχι μόνο– διαμέσου των ευαγγελικών περικοπών επηρεάζει τον καθημερινό μας βίο όχι μόνο ως προς τα μηνύματά της για την ψυχική μας σωτηρία, αλλά και υπό τη μορφή ρήσεων. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις «επί πώλον όνου» και «μετά βαΐων και κλάδων» κατά την Κυριακή των Βαΐων. Η δεύτερη αναφέρεται στην αποθεωτική υποδοχή κάποιου από πλήθος κόσμου. Οι «μωρές παρθένες» και όσοι έμειναν «εκτός νυμφώνος», αποκλείονται, δηλαδή, από τον κόσμο των ολίγων – ψυχικά εκλεκτών, σκιαγραφούνται στην Παραβολή των Δέκα Παρθένων.

Ο πρώτος στίχος του μεγαλειώδους Τροπαρίου της Κασσιανής («Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…»), που ψάλλεται τη Μεγάλη Τρίτη, χρησιμοποιείται για κάθε μετανοούντα άνθρωπο, που ζητά συγχώρεση, όπως πολύ συχνά και με ειρωνική διάθεση. Ο δε Ιησούς θα πει στον Απόστολο Πέτρο, διαρκούντος του Μυστικού Δείπνου, ότι «πριν αλέκτορα φωνήσαι» θα τον αρνηθεί τρεις φορές, ενώ απευθύνει στους μαθητές Του, στη Γεσθημανή, μια διαχρονική αλήθεια: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής». Σε μια προσωρινή στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας ενώπιον του επερχόμενου Μαρτυρίου Του θα αναφωνήσει «απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», φράση στην οποία καταφεύγουμε και στις μέρες μας όταν θέλουμε να αποφύγουμε σκληρές δοκιμασίες. Όσο για τον Ιούδα, «μετά φανών και λαμπάδων» οδηγεί τους αρχιερείς και Φαρισαίους που συλλαμβάνουν τον Ιησού στο Όρος των Ελαιών. Το «φιλί του Ιούδα», τα «τριάκοντα αργύρια» και το ίδιο το όνομά του, «Ιούδας Ισκαριώτης», αποτυπώνουν διαχρονικά τη δολιότητα και την υποκρισία, κυρίως όμως την προδοσία ως αποτέλεσμα αχαριστίας προς τον ευεργετήσαντα.

Πόσες φορές δεν έχουμε περιγράψει την άσκοπη ταλαιπωρία μας από δημόσιες υπηρεσίες με τη φράση «από τον Άννα στον Καϊάφα»; Ή ποιος δεν έχει καταφύγει στο «συ είπας» που απαντά ο Ιησούς στην ειρωνική ερώτηση του ιερέα-δικαστή Του αν θεωρεί εαυτόν Υιό του Θεού; Κι ο Καϊάφας «διέρρηξε τα ιμάτιά του», προσπαθώντας να πείσει «παντί τρόπω» ότι αδίκως κατηγορείται. Το «νίπτω τας χείρας μου» του Ρωμαίου επιτρόπου στην Ιουδαία Πόντιου Πιλάτου αποτελεί μέχρι σήμερα έκφραση ευθυνοφοβίας και μικροψυχίας. Κι ο Χριστός παρουσιάζεται στο μαινόμενο πλήθος, το οποίο στην ερώτηση του Πιλάτου «Ιησού ή Βαραββάν;» απαντά «Ιησού». Κι αμέσως κραυγάζει «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν», φράση που ακόμη ταυτίζεται με τη βεβιασμένη και συνήθως εσφαλμένη απόφαση.

Αστείρευτη πηγή άντλησης υλικού συνιστά όμως και η Σταύρωση. «Μην με σταυρώνεις» λέμε ότι κάποιος μας υποβάλλει σε άσκοπη ταλαιπωρία, ενώ «σταυρωτήδες», αυτοί, δηλαδή, που έβαλαν τα καρφιά στο σώμα του Θεανθρώπου, θεωρούνται στο πέρασμα των αιώνων οι κοινωνικά απορριπτέοι. Ο μετανοήσας στον σταυρό ληστής απευθύνεται στον Χριστό με το περιβόητο «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου», που υποδηλώνει μεγάλη έκπληξη και αιφνιδιασμό. Η δε τελευταία φράση του Ιησού επί του Σταυρού, «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», χρησιμοποιείται ως ένδειξη απόλυτης συγκατάβασης και μεγαλοψυχίας έναντι εκείνων που μας έχουν προκαλέσει κακό, ενώ το «επί ξύλου κρεμάμενος» προσδιορίζει άνθρωπο μη δυνάμενο να αντιμετωπίσει τις δυσχέρειες της ζωής.

Σε τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής ο υμνογράφος οδύρεται και απευθύνεται στον Χριστό ως εξής: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον» και ο λαός λέει «του έψαλε τον αναβαλλόμενο», εννοώντας τις δριμείες επιπλήξεις σε κάποιον επί πολλή ώρα. Το «έχουσιν γνώσιν οι φύλακες» είναι ειλημμένο από τους κυριακάτικους ψαλμούς της Αναστάσεως και αναφέρεται στη φύλαξη του Σώματος του Ιησού από Ρωμαίους στρατιώτες. Προφανώς, γνωρίζουμε πολλά για κάτι, αλλά δεν το διαλαλούμε. Το νόημα δε της φράσης «άπιστος Θωμάς» παραμένει αναλλοίωτο ανά τους αιώνες, το «Ανάστα ο Κύριος» ταυτίζεται με τη θορυβώδη κατάσταση, ενώ το «έγινε της Αναλήψεως» λέγεται για συγκλονιστικά γεγονότα

Όλα τα ανωτέρω πιστοποιούν ότι η εκκλησιαστική γλώσσα, η ελληνιστική κοινή, παραμένει ζώσα μέχρι σήμερα μέσω ποικίλων φράσεων, καλύπτοντας όχι μόνο τις θρησκευτικές, αλλά και τις καθημερινές μας ανάγκες για επικοινωνία. (Βλ. ενδεικτικά: Νικόλαος Π. Ανδριώτης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Τέσσερις μελέτες, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2008. «Ελληνιστική Γραμματεία – Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα»,στο www.greek-language.gr ›. Γεώργιος Μπαμπινιώτης , Η γλώσσα μας . 180 κείμενα για τη γλώσσα, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, 2020 : « Η ελληνική γλώσσα ως όχημα διάδοσης της χριστιανικής διδασκαλίας»,σελ.527-531, « Η γλώσσα του Ευαγγελίου», σελ. 540-541, « Η γλώσσα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας», σελ. 545-546 και «Η ποίηση της Μεγάλης Εβδομάδας»,σελ.547-551).

*Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, φιλόλογος, ιστορικός , πολιτικός επιστήμων και συγγραφέας