Του Κώστα Παππά
Το μαύρο χρήμα και η παραοικονομία αποτελούν μία από τις πιο επίμονες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις και τις προσπάθειες ενίσχυσης της διαφάνειας, τα διαθέσιμα στοιχεία υπογραμμίζουν ότι η απόσταση που πρέπει ακόμη να καλυφθεί παραμένει μεγάλη. Οι ειδικοί εκτιμούν πως η παραοικονομία εξακολουθεί να αντιστοιχεί σε ένα αξιόλογο τμήμα του ΑΕΠ, επηρεάζοντας την ανάπτυξη, τα δημόσια έσοδα και, τελικά, την κοινωνική συνοχή. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε οτι το “μαύρο χρήμα” δεν είναι πάντα και “βρόμικο χρήμα”. Πολλοί είναι άλλωστε που υποστηρίζουν αυτή την πρακτική απόκρυψης από τους φορολογικούς μηχανισμούς και με κυνικότητα υποστηρίζουν οτι αν δεν υπήρχε η παραοικονομία τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Ωστόσο η απαράδεκτη τακτική της απόκρυψης εισοδημάτων δεν φαίνεται να συγκινεί τις κυβερνήσεις διαχρονικά στην Ελλάδα , καθώς αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα μείωναν και δραστικά την φορολογία για να μπορέσουν να ισορροπήσουν από την “εμφάνιση” αυτών των χρημάτων το δημοσιονομικό κενό που επικαλούνται συνέχεια για να μην προχωρήσουν στην κατάργηση της φορομπηχτικής πολιτικής.
Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατες μελέτες, το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 45–50 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περίπου 20,9% του ΑΕΠ. Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που καταδεικνύει τη δυσκολία εντοπισμού και περιορισμού της αδήλωτης οικονομικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, σχεδόν ένα στα πέντε ευρώ που παράγονται στη χώρα κινείται εκτός του επίσημου φορολογικού πεδίου.
Αναφορικά με τη φοροδιαφυγή, διεθνείς έρευνες εκτιμούν ότι οι ετήσιες απώλειες για το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να φτάνουν τα 11–16 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε 6–9% του ΑΕΠ. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με πολλαπλάσιες δαπάνες για υγεία, παιδεία ή κοινωνική πολιτική, στοιχείο που υπογραμμίζει το μέγεθος του προβλήματος αλλά και τη σημασία αποτελεσματικών μηχανισμών αντιμετώπισης.
Το φαινόμενο έχει βαθιές ρίζες και πολυεπίπεδες αιτίες. Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης και μικρών επιχειρήσεων, το οποίο διευκολύνει την απόκρυψη εισοδημάτων και την πραγματοποίηση συναλλαγών χωρίς παραστατικά. Η χρήση μετρητών παραμένει υψηλή σε συγκεκριμένους κλάδους, παρά την αυξανόμενη διάδοση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Παράλληλα, η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος και η γραφειοκρατία συχνά ενισχύουν τα κίνητρα φοροδιαφυγής.
Η διεθνοποίηση της οικονομίας προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο δυσκολίας. Η εύκολη μεταφορά χρημάτων και η δυνατότητα χρήσης εξωχώριων σχημάτων καθιστούν πιο δύσκολο τον εντοπισμό της πραγματικής προέλευσης ορισμένων κεφαλαίων. Η πλήρης αντιμετώπιση των διαδρομών αυτών απαιτεί διεθνή συνεργασία και κοινά πρότυπα διαφάνειας, τα οποία συχνά προχωρούν με αργούς ρυθμούς.
Παρά τα αντικειμενικά εμπόδια, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα που ενισχύουν τις δυνατότητες εντοπισμού της αδήλωτης οικονομικής δραστηριότητας. Η επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών, η εισαγωγή ηλεκτρονικών βιβλίων, η ανάπτυξη συστημάτων διασταύρωσης δεδομένων και η χρήση τεχνολογιών big data και τεχνητής νοημοσύνης ενισχύουν διαρκώς το οπλοστάσιο των ελεγκτικών αρχών. Αντίστοιχα, αυξημένοι έλεγχοι σε κλάδους υψηλού κινδύνου και βελτιώσεις στην ψηφιακή εποπτεία των συναλλαγών συμβάλλουν στην καλύτερη καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας.
Ωστόσο, η αντιμετώπιση της παραοικονομίας δεν είναι αποκλειστικά τεχνοκρατικό ζήτημα. Η φορολογική συνείδηση, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και η αίσθηση δικαιοσύνης στο φορολογικό σύστημα αποτελούν παράγοντες εξίσου κρίσιμους. Όσο ένα μέρος της κοινωνίας αντιλαμβάνεται τη φοροδιαφυγή ως «αναγκαία άμυνα» ή «ανώδυνη παρατυπία», η πρόοδος παραμένει περιορισμένη. Αντιθέτως, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο κράτος και η βεβαιότητα ότι οι κανόνες εφαρμόζονται για όλους ισότιμα λειτουργούν ως μοχλοί περιορισμού του φαινομένου.
Το μαύρο χρήμα στην Ελλάδα δεν αποτελεί μεμονωμένη ανωμαλία αλλά σύνθετο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο με ιστορικό βάθος. Η πρόκληση για κάθε κυβέρνηση και θεσμικό φορέα είναι να συναρμόσει αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς με πολιτικές που ενθαρρύνουν τη συμμόρφωση και μειώνουν τα αντικίνητρα ένταξης στην επίσημη οικονομία. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει ότι πρόοδος υπάρχει, αλλά απαιτείται επιμονή, τεχνογνωσία και συστηματική συνεργασία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για να επιτευχθεί ουσιαστική και διαρκής μείωση ενός φαινομένου που επί χρόνια υπονομεύει την οικονομική σταθερότητα.


