Η δεύτερη επίσημη επίσκεψη του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στο Ηνωμένο Βασίλειο – και οι επιχειρηματικές συμφωνίες που έχουν ήδη ανακοινωθεί πριν από το ταξίδι – δεν είναι μόνο ένα μεγάλο επίτευγμα για την «ταλαιπωρημένη» βρετανική κυβέρνηση, αλλά και μια πολύ αναγκαία ενίσχυση της εμπιστοσύνης, σημειώνει το CNBC.
Οι BlackRock, Alphabet, Microsoft και Blackstone είναι μόνο μερικές από τις εταιρείες που πρόκειται να υπογράψουν συμφωνίες με το Ηνωμένο Βασίλειο, θέτοντας σε κίνηση επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων σε περιουσιακά στοιχεία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Έχει επίσης ανακοινωθεί μια σειρά συμφωνιών στον τομέα της ενέργειας, με το Ηνωμένο Βασίλειο να προαναγγέλλει μια «χρυσή εποχή» για τις νέες συνεργασίες στον κλάδο, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής ενέργειας.
Αυτές οι επενδύσεις όχι μόνο θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και βαθύτερη συνεργασία μεταξύ των δύο συμμάχων, όπως ελπίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά θα προωθηθούν ως ψήφος εμπιστοσύνης στη χώρα.
Το Λονδίνο έχει απόλυτη ανάγκη από αυτό, σε μια εποχή που ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ και οι υπουργοί του έχουν κατηγορηθεί ότι βλάπτουν το επιχειρηματικό κλίμα και τις επενδύσεις με τις πρόσφατες αυξήσεις φόρων.
Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μεγάλες ελπίδες ότι μπορεί να επιτύχει ακόμη περισσότερα από την επίσημη επίσκεψη του Tραμπ, καθώς στρώνει το κόκκινο χαλί για τον πρόεδρο και την πρώτη κυρία Mελάνια.
Το CNBC εξετάζει τρία βασικά πράγματα που θέλει o Στάρμερ από το ταξίδι του Tραμπ.
Η εμπορική συμφωνία είναι «ατελής»
Το Ηνωμένο Βασίλειο δίνει μεγάλη σημασία στη «ειδική σχέση» του με τις ΗΠΑ και δεν μπόρεσε να κρύψει την ικανοποίησή του που ήταν η πρώτη χώρα που υπέγραψε εμπορική συμφωνία, ή «συμφωνία οικονομικής ευημερίας», με τον Λευκό Οίκο τον Μάιο, ιδίως δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι παγκόσμιοι σύμμαχοί του στις δικές τους εμπορικές διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ.
Η ικανότητα της βρετανικής κυβέρνησης να κερδίσει την εύνοια του προέδρου ήταν εμφανής με το βασικό δασμό 10% που της επιβλήθηκε, ενώ η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης δασμό 25% στις εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος υπέστη επιβάρυνση 50%.
Καθώς ο Τραμπ και ο Στάρμερ συναντώνται, με τις συζητήσεις να έχουν προγραμματιστεί για την Πέμπτη στην εξοχική κατοικία του πρωθυπουργού στο Τσέκερς, οι συνομιλίες θα αγγίξουν αναμφίβολα το θέμα της υλοποίησης των «δεσμεύσεων» της εμπορικής συμφωνίας.
Μιλώντας στους δημοσιογράφους καθώς επιβιβαζόταν στο Air Force One την Τρίτη, ο Τραμπ είπε ότι «θέλει να βοηθήσει» το Ηνωμένο Βασίλειο να τελειοποιήσει την εμπορική συμφωνία των χωρών.
«Θέλουν να δουν αν μπορούν να βελτιώσουν λίγο τη συμφωνία», είπε. «Έχουμε κάνει μια συμφωνία, και είναι μια εξαιρετική συμφωνία, και είμαι πρόθυμος να τους βοηθήσω», τόνισε, προσθέτοντας: «Θέλουν να δουν αν μπορούν να πετύχουν μια λίγο καλύτερη συμφωνία. Οπότε, θα συζητήσουμε μαζί τους».
Ο Άντονι Γκάρντνερ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην ΕΕ υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, δήλωσε στο CNBC ότι η επίσημη επίσκεψη ήταν μια ευκαιρία για την οριστικοποίηση αυτών των αρχικών συμφωνιών.
«Η Βρετανία είναι ένα εξαιρετικό μέρος για επενδύσεις, θα γίνουν πολλές ανακοινώσεις σχετικά με επενδύσεις, όχι μόνο από χρηματοπιστωτικές εταιρείες, αλλά και από άλλους φορείς στο Ηνωμένο Βασίλειο», δήλωσε ο Γκάρντνερ στην εκπομπή «Europe Early Edition» του CNBC την Τρίτη.
«Ωστόσο, πιστεύω ότι ένας δεύτερος, βασικός στόχος εδώ είναι να προχωρήσουμε στην πρόσφατη εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία παραμένει ημιτελής. Δεν είναι ακόμη μια πραγματική συμφωνία και υπάρχουν ακόμα κάποια σημαντικά μέρη της συμφωνίας που πρέπει να συμπληρωθούν», ανέφερε ο Gardner.
Μηδενικοί δασμοί για τον χάλυβα και το αλουμίνιο
Ένα από τα βασικά σημεία διαφωνίας στην εμπορική συμφωνία είναι οι δασμοί για τον χάλυβα και το αλουμίνιο, με το Ηνωμένο Βασίλειο να επιθυμεί την κατάργηση των δασμών 25%, οι οποίοι είχαν επιβληθεί στο αρχικό σχέδιο της εμπορικής συμφωνίας.
Αυτό είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα για την κυβέρνηση των Εργατικών, καθώς επιδιώκει να σώσει θέσεις εργασίας στην επισφαλή βιομηχανία χάλυβα στη Βρετανία, όπου τα τελευταία χρόνια έχουν κλείσει ή απειλούνται με κλείσιμο πολλά χαλυβουργεία.
Σύμφωνα με την UK Steel, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 7% των συνολικών εξαγωγών χάλυβα του Ηνωμένου Βασιλείου, με εμπορικές συναλλαγές αξίας 370 εκατομμυρίων λιρών (505 εκατομμύρια δολάρια) το 2024.
Οι ηγέτες της βιομηχανίας στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρουν ότι τα περισσότερα προϊόντα χάλυβα που εξάγονται στις ΗΠΑ είναι εξειδικευμένα, υψηλής αξίας και δεν υπονομεύουν την εγχώρια αγορά των ΗΠΑ.
Οι ελπίδες του Ηνωμένου Βασιλείου ενδέχεται να διαψευστούν. Την Τετάρτη, το BBC ανέφερε ότι η προτεινόμενη συμφωνία για την κατάργηση των δασμών στις εξαγωγές χάλυβα του Ηνωμένου Βασιλείου φαίνεται να έχει αναβληθεί επ’ αόριστον.
Ενίσχυση της εμπιστοσύνης
Η βρετανική κυβέρνηση θα επιδιώξει σίγουρα την ενίσχυση της εμπιστοσύνης από την επίσκεψη του Τραμπ, με τις επιχειρηματικές συμφωνίες να αποτελούν σημαντικό στοιχείο της τόσο αναγκαίας τόνωσης του ηθικού τόσο της ηγεσίας του Εργατικού Κόμματος όσο και της επιχειρηματικής κοινότητας.
Η βρετανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυξανόμενες προκλήσεις στο εσωτερικό, με την ηγεσία του Στάρμερ να βρίσκεται υπό πίεση.
Μόνο τις τελευταίες δύο εβδομάδες, η αναπληρωτής πρωθυπουργός, Angela Rayner, παραιτήθηκε μετά από ένα σκάνδαλο σχετικά με τον φόρο ακινήτων, προκαλώντας ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου.
Στη συνέχεια, ο Στάρμερ απέλυσε τον πρέσβη του Ηνωμένου Βασιλείου στις ΗΠΑ, Πίτερ Μάντελσον, λόγω των δεσμών του με τον Έπσταϊν, με την κρίση και την ακεραιότητα του πρωθυπουργού να τίθενται υπό αμφισβήτηση λόγω της αρχικής του επιλογής του Mάντελσον.
Ο Στάρμερ δήλωσε ότι δεν ήταν πλήρως ενήμερος για το βάθος της φιλίας του Μάντελσον με τον Έπσταιν τη στιγμή που του δόθηκε η θέση του πρέσβη.
«Αυτό έρχεται σε μια πολύ κατάλληλη στιγμή και για τους δύο ηγέτες και για τις δύο χώρες, οι οποίες ελπίζουν σε αυτή την ευθυμία, αυτή την εικόνα ενότητας που θα προβάλλουν», δήλωσε την Τρίτη στο CNBC η Lindsay Newman, εμπειρογνώμονας σε θέματα γεωπολιτικού κινδύνου και αρθρογράφος στο GZERO.
«Υπάρχουν πολλές συμφωνίες που έχουν προαναγγελθεί, υπάρχουν επιχειρηματικές ευκαιρίες που θα αξιοποιηθούν, αλλά το θέμα είναι να αλλάξουμε την αφήγηση για αυτές τις χώρες και να πούμε: «Είμαστε εδώ, η διατλαντική συνεργασία, η ειδική σχέση εξακολουθεί να υπάρχει, εξακολουθεί να είναι αρκετά ζωντανή και θα είμαστε παγκόσμιοι παίκτες»», πρόσθεσε.
Ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, ήταν αισιόδοξος πριν από την επίσημη επίσκεψη, δηλώνοντας στο CNBC ότι ο πρόεδρος ανυπομονούσε να είναι καλεσμένος του βασιλιά Καρόλου Γ΄ στο Ουίνδσορ την Τετάρτη.
«Είναι ο μόνος ηγέτης που έχει δεχτεί δύο επίσημες επισκέψεις, αύριο θα είναι μια φανταστική μέρα… θα είναι μερικές απίστευτες μέρες», δήλωσε ο Μπέσεντ στο «Squawk Box» του CNBC.