Του Σάββα Παυλίδη
Τα «πόθεν έσχες» που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα φέρνουν στην επιφάνεια μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων, όχι για το τι έχουν οι πολιτικοί, αλλά για πώς τα απέκτησαν. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων είναι η έλλειψη διαφάνειας στους μηχανισμούς που τα γέννησαν. Κι όταν η δημόσια διοίκηση αποκαλύπτει τους αριθμούς χωρίς να εξηγεί τις πηγές, η κοινή γνώμη νιώθει εμπαιγμένη.
Σήμερα όλοι μπορούν να διαβάσουν πόσα χρήματα ή πόσα ακίνητα έχουν οι αρχηγοί κομμάτων και οι βουλευτές. Αλλά κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν εξηγεί πώς αυτά αγοράστηκαν, με ποιον τρόπο προστέθηκαν, με ποιες επενδύσεις ή συναλλαγές. Η έλλειψη επεξήγησης κατοχυρώνει ένα πλέγμα αμφιβολίας και υποψίας. Ενώ τα ποσά φαίνονται στη δημοσιότητα, οι διαδικασίες αποκρύπτονται. Αυτή η στρεβλή σχέση μεταξύ γνώσης και αδιαφάνειας τροφοδοτεί την αποστασιοποίηση του πολίτη από τους θεσμούς.
Ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο είναι ότι πολιτικά πρόσωπα εισέρχονται στη δημόσια ζωή με χαμηλά περιουσιακά στοιχεία και μέσα στην τετραετία τελειώνουν με υπέρογκες αποταμιεύσεις ή ακίνητα και καταθέσεις. Στο παρελθόν, ιδιαίτερα δεκαετίες πριν, το αντίθετο συνέβαινε: πολιτικοί αυξανόντουσαν με εξωθεσμικούς δεσμούς ή επιρροές, όχι μέσα από θεσμική χρήση πολιτικής. Σήμερα, όμως, παρατηρούμε τη συσσώρευση πλούτου εντός της θητείας. Αυτό δεν σημαίνει αυτόματα παράνομη δραστηριότητα, αλλά δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου η διαφάνεια και η ανάληψη ευθύνης πρέπει να είναι προαπαιτούμενα, όχι πολυτέλεια.
Ο συνολικός αριθμός των ακινήτων που δηλώθηκαν από τους βουλευτές συγκεντρικά είναι στα όρια του απειροελάχιστα πιστευτός για μια χώρα με περιορισμένη κτηματαγορά. Όταν αθροίσουμε τις ιδιοκτησίες όλων, προκύπτει ένας αριθμός που ξεπερνά κάθε κοινή εκτίμηση. Εάν όλες αυτές οι ιδιοκτησίες αντιστοιχούν στη πραγματικότητα, τίθεται το εξής ερώτημα: ποια είναι η διαδρομή από το ελάχιστο έως το μεγάλο χαρτοφυλάκιο ακινήτων;
Ταυτόχρονα, πολιτικοί που διαθέτουν διψήφιο αριθμό ακινήτων αλλά δηλώνουν ελάχιστα έσοδα δημιουργούν αυτόματα υποψίες για μη απόδοση ή μη εκμετάλλευση του κεφαλαίου τους. Πώς δικαιολογείται να έχεις μια εκτεταμένη ακίνητη περιουσία και να μην έχεις αξιοποιήσει ούτε μέρος της; Το γεγονός αυτό δεν είναι απόδειξη παράνομης συμπεριφοράς, αλλά επαρκής λόγος για διευκρινίσεις. Η απουσία αυτών των εξηγήσεων λειτουργεί σαν πέπλο που επιτείνει τη δυσπιστία και εξηγεί την αποστροφή των πολιτών απέναντι στα πολιτικά δρώμενα.
Η κριτική δεν πρέπει να γενικεύει. Υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που διατηρούν αυστηρή συμπεριφορά και διάφανο βιογραφικό. Να αναφερθούμε ενδεικτικά στο ΚΚΕ, που συχνά επιμένει στην πλήρη δημοσιοποίηση των πόθεν έσχες του, με λιγότερες εκπλήξεις και αποκλίσεις. Είναι λάθος, λοιπόν, να καταδικάζουμε όλα τα κόμματα το ίδιο, όταν μερικά τηρούν τον κανόνα της διαφάνειας με συνέπεια.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς ψηφίζουν ορισμένοι βουλευτές στις επονομαζόμενες «φωτογραφικές τροπολογίες». Το πώς διαμορφώνουν νομοσχέδια που ευνοούν συγκεκριμένα ακίνητα ή πρόσωπα μπορεί να «μαρτυρά» πολλές σχέσεις. Η αναλυτική σύγκριση του πολιτικού τους έργου με τις δηλώσεις περιουσίας μπορεί να φέρει στο φως σχέσεις συμφερόντων που δεν εξηγούνται απλά με τον όρο «πολιτική ζωή».
Δεν ξεχνάμε ταυτόχρονα το περιστατικό με το πόθεν έσχες του Στέφανου Κασσελάκη, που είχε αποδειχθεί προκλητικά πρόχειρο και ανακριβές. Όλα αυτά ενώ αποτελούσε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εκείνη η υπόθεση κατέδειξε ότι η διαδικασία αποκάλυψης δεν είναι απαλλαγμένη από λάθη, προχειρότητες ή ακόμα και «εξυπηρετήσεις». Μια υπόθεση με δημόσια έκθεση θα έπρεπε να είναι αδιάβλητη, και όμως αποκάλυψε ρήγματα στην αξιοπιστία του μηχανισμού.
Στον δημόσιο βίο υπάρχει ωστόσο μια μειοψηφία πολιτικών που διατηρούν σταθερή στάση διαφάνειας και ηθικής. Αυτοί θα πρέπει να γίνουν η φωνή που θα πιέσει τους συναδέλφους τους να αποκαλύψουν χωρίς υπεκφυγές πώς απέκτησαν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Ίσως είναι και η μόνη δυνατότητα να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στην πολιτική. Όταν κάποιος δεν έχει τίποτα να κρύψει, η εξήγηση δεν είναι προαιρετική αλλά είναι υποχρέωση.