Του Ανδρέα Βορύλλα, Βουλευτή Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών με τη ΝΙΚΗ
Τα τελευταία 30 χρόνια δεν υπήρξε καμία κυβέρνηση στην Ελλάδα που να μην αναγνώρισε σαν υπαρξιακό πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία το δημογραφικό ζήτημα. Όπως επίσης τα τελευταία 30 χρόνια που διαπιστώνεται το μέγεθος του προβλήματος δεν υπήρξε και καμία ελληνική κυβέρνηση που να έλαβε μέτρα για την αντιστροφή της πορείας της υπογεννητικότητας.
Ωστόσο αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να θέσουμε κάποια ερωτήματα τα οποία αποφεύγουμε να θέσουμε στον δημόσιο διάλογο για το θέμα αυτό. Το να επιχειρούμε συνέχεια να θέσουμε ως πυρήνα του προβλήματος της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα το οικονομικό, το οποίο πάντα διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο, μοιάζει σαν την εύκολη εξήγηση. Αλλά αλήθεια αν με ένα μαγικό τρόπο διπλασιάζαμε τις οικονομικές απολαβές των Ελλήνων σήμερα θα είχαμε ταυτόχρονο διπλασιασμό των γεννήσεων; Καλό θα ήταν να μην βιαστούμε να απαντήσουμε, γιατί το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Δεν είναι μόνο οι οικονομικοί παράγοντες αυτοί που έφεραν την μείωση των γεννήσεων.
Μην ξεχνάμε ότι στις δεκαετίες του 1950 και 60 που οι οικογένειες αποτελούνταν από πολύ περισσότερα μέλη η Ελλάδα δεν ζούσε σε κανένα οικονομικό παράδεισο, το αντίθετο θα λέγαμε. Το ζήτημα λοιπόν της υπογεννητικότητας έχει να κάνει και με άλλους παράγοντες, οι οποίοι αν δεν αναλυθούν σε βάθος από την ελληνική πολιτεία, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά, ανθρωπολογικά και τελικά πολιτικά, δεν πρόκειται ποτέ να απαντήσουμε στο βασικό ερώτημα, για ποιο λόγο οι άνθρωποι σήμερα κάνουν λιγότερα παιδιά;
Αν δεν συνυπολογίσουμε στην απάντησή μας τις οβιδιακές μεταμορφώσεις που έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία, αλλά και ολόκληρος ο Δυτικός κόσμος τα τελευταία 40 χρόνια δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό και θα εκτοξεύουμε μόνο απαντήσεις – πυροτεχνήματα που θα έχουν ως βασικό τους πυρήνα την οικονομία.
Αν δεν απαντήσουμε στο πόσο άλλαξαν οι ρόλοι του άνδρα και της γυναίκας μέσα στην ελληνική κοινωνία, αν δεν μιλήσουμε για το μεγάλο κύμα σκέψης που διαμόρφωσε τη χειραφετημένη και ανεξάρτητη γυναίκα της καριέρας, αν δεν αναφερθούμε στα αξιακά πρότυπα που επιβλήθηκαν στην κοινωνία μας από το εξωτερικό και που δεν είχαν καμία σχέση με την ελληνική ιστορία και παράδοση, με τον ελληνικό τρόπο σκέψης, δεν θα μπορέσουμε πραγματικά ποτέ να φθάσουμε στον πυρήνα που τελικά γεννάει το δημογραφικό πρόβλημα.
Παλιότερα σε κοινωνίες που βασίζονταν στον πρωτογενή τομέα, το χωράφι και την κτηνοτροφία η ύπαρξη μιας πολυμελούς οικογένειας ήταν κάτι απαραίτητο για την ίδια την παραγωγική διαδικασία. Το γεγονός επίσης ότι αξιακά ολόκληρη η κοινωνία θεωρούσε τα πολλά παιδιά ευλογία, ακόμα και αν τα χρόνια ήταν πολύ πιο δύσκολα από τα σημερινά, διαδραμάτιζε κάποιο σημαντικό ρόλο στον τρόπο που δομούνταν μια οικογένεια.
Το γεγονός επίσης ότι εκείνες οι κοινωνίες δεν υπέστησαν την καλλιέργεια ψεύτικων αναγκών μέσα από την τεχνολογία και την αλλοτρίωση της διαφήμισης είναι ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έζησαν την πρωτοφανή πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί ειδικότερα τα τελευταία 30 χρόνια η ελληνική κοινωνία μέσα από την άκρατη σεξουαλική απελευθέρωση, τον πληθωρισμό της πορνογραφίας, το live style, την υπερκατανάλωση, την διαστροφή των προτύπων του φύλλου, την τρομακτική προώθηση της ομοφυλοφιλίας ως must επιλογής, την επιλογή του διαζυγίου ως πρώτη αντίδραση στην διαφωνία και γενικότερα όλο αυτό τον συρφετό που πλάσαρε και στην ελληνική κοινωνία η woke ατζέντα, μέχρι να φθάσουμε στην «κορυφαία στιγμή» παράδοσης των πατροπαράδοτων αξιών και παραδόσεών μας με την νομοθέτηση από το ελληνικό κοινοβούλιο του γάμου των ομοφυλόφιλων ζευγαριών.
Όλα αυτά δεν υπήρχαν πριν 50 χρόνια στην Ελλάδα ως πραγματικότητες. Παραδώσανε λοιπόν και με την δική τους ευθύνη οι πολίτες σε εξουσίες που δεν είχαν καμία σχέση με τον ελληνικό τρόπο ζωής, ότι μας συνέχει σαν κοινωνία, αλλά και σαν ανθρώπους που ζούμε στον συγκεκριμένο εδαφικό χώρο που οριοθετείται από συγκεκριμένες πατροπαράδοτες αξίες, όπως η πίστη στην Ορθοδοξία, η αγάπη για την πατρίδα και η τιμή που δίνονταν παραδοσιακά στην ελληνική οικογένεια. Το τρίπτυχο αυτό που παραπέμπει κάποιους στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας και το χρησιμοποιούν κάποιοι για να κατηγορήσουν οποιονδήποτε ως αναχρονιστή, σήμερα πλήττεται με τον πιο βάναυσο τρόπο από πολιτικές επιλογές και μια κοινωνική παράδοση άνευ όρων σε οτιδήποτε δεν έχει καμία σχέση με αυτό το λαό και τις ιδιαιτερότητές του.
Το δημογραφικό λοιπόν είναι ένα βαθιά πνευματικό θέμα, το οποίο αποτελείται από πολλούς παράγοντες, αλλά στην κορυφή του παγόβουνου φιγουράρει η παραδοχή ότι επιχειρούν να γκρεμίσουν μέσα από τα παγκοσμιοποιημένα μοντέλα τρόπου ζωής αυτό που γνωρίζαμε. Με αυτό τον τρόπο ξέρουν καλά όσοι εισάγουν αυτά τα σχέδια στην ελληνική κοινωνία ότι ο πραγματικός στόχος είναι η ψυχή του Έλληνα και η αλλαγή του τρόπου σκέπτεσθαι. Αυτό κατάφεραν τις τελευταίες δεκαετίες και αυτό δεν θα αλλάξει την ροή του δημογραφικού ζητήματος ακόμα και αν η Ελλάδα με κάποιο τρόπο αποκτούσε αύριο το ΑΕΠ της Ελβετίας.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, δεν πρέπει να αγνοούμε τον οικονομικό παράγοντα που προφανώς και έχει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας.
Ωστόσο το σημαντικότερο μέτρο που θα κάνει την διαφορά, είναι η χορήγηση Αφορολόγητου Μηνιαίου επιδόματος τέκνου, ανεξαρτήτως εισοδήματος (ή για οικογενειακό εισόδημα κάτω των 100 χιλ. ευρώ), για κάθε παιδί έως τα 18 έτη, με προσαύξηση για το δεύτερο και τρίτο παιδί. Το Κίνημά μας προτείνει μηνιαίο επίδομα 200€/μήνα για το πρώτο, 250 € για το δεύτερο, 300 € για το τρίτο και πέραν αυτού. Και επειδή κάποιοι θα επικαλεστούν το κόστος του μέτρου, αυτό υπολογίζεται στα 4 δις ευρώ περίπου ανά έτος, ποσό που είναι αρκετά μεγάλο για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, αλλά δεν έχουμε άλλες επιλογές.
Το παραπάνω μέτρο θα έδινε την αίσθηση οικονομικής ασφάλειας και σταθερότητας στις οικογένειες, οπότε η απόφαση για τεκνοποίηση θα λάμβανε υπόψη ότι τα επόμενα 18 έτη, το κράτος προσφέρει ένα ποσό που καλύπτει μεγάλο μέρος από τις ανάγκες των τέκνων. Φυσικά δικαιούχοι του Αφορολόγητου Μηνιαίου επιδόματος τέκνου θα ήταν μόνο Έλληνες πολίτες και πολίτες της ΕΕ που ζούνε μόνιμα στην χώρα μας και όχι προσφυγές και μετανάστες, που έτσι και αλλιώς λαμβάνουν επιδοτήσεις από ΜΚΟ.
Η Γερμανία εφαρμόζει αντίστοιχο πρόγραμμα το “Kindergeld”, το οποίο περιλαμβάνει μηνιαίο επίδομα για κάθε παιδί, ανεξαρτήτως εισοδήματος, που φτάνει τα 250 € μηνιαίως. Το μέτρο συμβάλλει στην πρόβλεψη οικογενειακού προϋπολογισμού και μειώνει το κόστος τεκνοποίησης.
Η Αυστρία επίσης προσφέρει ανάλογο μηνιαίο επίδομα τέκνου που προσαυξάνεται όσο μεγαλώνει το παιδί ή αυξάνονται τα παιδιά στην οικογένεια.
Τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου μέτρου είναι ότι το σταθερό μηνιαίο επίδομα λειτουργεί ως οικονομική ασφάλεια για τους γονείς, αφού ενσωματώνεται στον οικογενειακό προϋπολογισμό ως ένα σταθερό έσοδο. Βοηθά στην κάλυψη καθημερινών εξόδων και ενισχύει τις φτωχότερες και μεσαίες οικογένειες, χωρίς στιγματισμό.