Η συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από την πιθανή αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν περιορίζεται μόνο σε μια τυπική πολιτική αντιπαράθεση. Αντιθέτως, αναδεικνύει σε όλο της το εύρος την πίεση που δέχεται η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα στρατηγικά αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», το Μέγαρο Μαξίμου εξετάζει διαφορετικά σενάρια που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την επίτευξη αυτοδυναμίας. Η αφετηρία αυτής της συζήτησης είναι σαφής: οι τελευταίες μετρήσεις δείχνουν τη Νέα Δημοκρατία καθηλωμένη μεταξύ 23% και 25%, με το κρίσιμο όριο του 30% να μοιάζει άπιαστο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η αναζήτηση θεσμικών «διορθώσεων» στον εκλογικό νόμο αποκτά χαρακτήρα πολιτικού σωσιβίου.
Τα επιχειρήματα που προβάλλονται από το περιβάλλον του πρωθυπουργού είναι συγκεκριμένα:
• Ο ισχύων νόμος της απλής αναλογικής οδηγεί αναπόφευκτα σε ακυβερνησία και δεν ευνοεί τη σταθερότητα.
• Η κουλτούρα συνεργασιών στην Ελλάδα παραμένει ατροφική, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη τη συγκρότηση πολυκομματικών σχημάτων.
• Η χώρα δεν αντέχει αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, καθώς κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε πολιτικά και οικονομικά την κατάσταση.
• Τέλος, εκτιμούν ότι η κοινωνία θα δει θετικά μια θεσμική λύση που προσφέρει κυβερνησιμότητα, αποφεύγοντας συνεχείς προσφυγές στις κάλπες.
Ωστόσο, τα αντεπιχειρήματα της αντιπολίτευσης είναι εξίσου ισχυρά. Ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα μιλούν για «καταστρατήγηση» της λαϊκής βούλησης, επισημαίνοντας ότι η κυβέρνηση, αδυνατώντας να πείσει, προσπαθεί να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού για να διατηρηθεί στην εξουσία.
Αν η κυβέρνηση επιλέξει τελικά να προχωρήσει σε αλλαγή του εκλογικού νόμου, το μήνυμα που θα εκπέμψει θα είναι ξεκάθαρο: όχι αυτοπεποίθηση, αλλά αδυναμία. Η κίνηση αυτή θα συνιστά παραδοχή στρατηγικού αδιεξόδου, αφού θα καταδεικνύει ότι η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας με πολιτικά επιχειρήματα και πειστικό έργο.
Αντί να πείσει τους πολίτες, θα αναζητά θεσμικά τρικ για να εξασφαλίσει την πολιτική της επιβίωση. Και σε αυτή την περίπτωση, όσο κι αν το επιχείρημα της «σταθερότητας» προβάλλεται ως προμετωπίδα, η εικόνα που θα μένει είναι μιας κυβέρνησης εγκλωβισμένης στις αδυναμίες της – και όχι μιας δύναμης που μπορεί να καθορίσει το μέλλον με όρους πολιτικής ισχύος.