Του Σάββα Παυλίδη
“Η Ελλάδα διψά”. Αυτός θα μπορούσε να ήταν ο τίτλος του άρθρου καθώς το φαινόμενο της λειψυδρίας πλέον δεν αποτελεί ένα απλό αντικείμενο συζήτησης αλλά μία υπαρκτή απειλεί για την Ελλάδα. Τα φράγματα κατεβάζουν τα επίπεδα νερού, οι γεωτρήσεις στερεύουν, τα χωράφια σκάζουν από τη δίψα. Κι όμως, τα πρώτα σοβαρά μέτρα για τη λειψυδρία λαμβάνονται μόλις τώρα, όταν η κατάσταση έχει ήδη ξεφύγει. Η διαχείριση του πιο πολύτιμου αγαθού της χώρας έγινε, για άλλη μια φορά, υπό την πίεση της κρίσης.
Το νερό, ένα κοινωνικό και δημόσιο αγαθό, μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο πεδίο των επιχειρηματικών σχεδιασμών. Οι κυβερνητικές αποφάσεις οδηγούν σε συγκέντρωση των φορέων ύδρευσης υπό την «ομπρέλα» της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, με το επιχείρημα της καλύτερης οργάνωσης και οικονομίας κλίμακας. Την ίδια στιγμή, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης που για δεκαετίες γνώριζαν τις ανάγκες των περιοχών, τα δίκτυα και τα προβλήματα των κατοίκων, οδηγούνται σε περιθωριοποίηση ή κατάργηση.
«Γιγαντώνονται οι μεγάλοι οργανισμοί, αλλά χάνονται οι άνθρωποι που ξέρουν τη δουλειά», σχολιάζουν στελέχη της αυτοδιοίκησης. Και δεν έχουν άδικο. Οι τοπικοί φορείς είχαν το know-how, ήξεραν κάθε βλάβη και κάθε γεώτρηση του τόπου τους. Τώρα, όλα συγκεντρώνονται μακριά, σε κεντρικά γραφεία που δύσκολα μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει να μείνει χωρίς νερό ένα χωριό στο Καρπενήσι ή ένα θερμοκήπιο στη Μεσσηνία.
Αν κάποιος ψάχνει το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποτυχημένης διαχείρισης, αρκεί να κοιτάξει προς τη Θεσσαλία. Η καρδιά της ελληνικής γεωργίας πνίγηκε από τις πλημμύρες και τώρα διψά. Οι αγρότες του κάμπου, χτυπημένοι από θεομηνίες, ζωονόσους και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, έχουν να αντιμετωπίσουν και κάτι ακόμα: την ιδιωτική διαχείριση του νερού.
Μετά την καταστροφική κακοκαιρία Daniel, η κυβέρνηση δημιούργησε τον Οργανισμό Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (ΟΔΥΘ), έναν φορέα που υποτίθεται θα έφερνε οργάνωση και λύσεις. Έναν χρόνο μετά, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η λειψυδρία συνεχίζεται, τα αρδευτικά έργα προχωρούν με ρυθμούς χελώνας και οι αγρότες πληρώνουν ακριβότερα για ένα αγαθό που δεν φτάνει ποτέ.
«Όλα τα πειράματα στη Θεσσαλία τα κάνουν! Μας έδωσαν στους ιδιώτες να μας διαχειρίζονται το νερό και τώρα πληρώνουμε επιπλέον για να μην έχουμε τίποτα», καταγγέλλει ο Θ. Καλλιάς από την Ένωση Αγροτικών Συλλόγων Καρδίτσας. Το κλίμα είναι ασφυκτικό. Τοπικά μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν ότι υπάρχουν ήδη σκέψεις για κατάργηση του οργανισμού, αφού ούτε οι ιδιώτες ούτε το κράτος κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Το παράδειγμα της Θεσσαλίας είναι, στην ουσία, ένα προειδοποιητικό καμπανάκι για όλη τη χώρα. Όταν η διαχείριση του νερού περνάει στα χέρια ιδιωτών, η κοινωνία χάνει τον έλεγχο. Το νερό παύει να είναι δικαίωμα και μετατρέπεται σε προϊόν. Και τα προϊόντα δεν διανέμονται με βάση την ανάγκη, αλλά με βάση το κέρδος. Οι εύποροι πληρώνουν, οι υπόλοιποι προσαρμόζονται ή στεγνώνουν.
Η Ελλάδα βρίσκεται έτσι σε ένα επικίνδυνο σταυροδρόμι. Από τη μία, η κλιματική κρίση πιέζει με ένταση, οι ξηρασίες γίνονται πιο συχνές, οι υδάτινοι πόροι λιγοστεύουν. Από την άλλη, η απάντηση της Πολιτείας δείχνει να βασίζεται σε λογικές συγκεντρωτισμού και ιδιωτικοποίησης, δηλαδή στα ίδια μοντέλα που απέτυχαν αλλού.
Αυτό που χρειάζεται δεν είναι άλλη μια «μεταρρύθμιση» στα χαρτιά, αλλά μια νέα φιλοσοφία για το νερό. Ενίσχυση των δημοτικών φορέων, συνεργασίες με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα, επενδύσεις σε υποδομές και, πάνω απ’ όλα, διαφάνεια και συμμετοχή των πολιτών. Οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να έχουν λόγο και ρόλο, γιατί αυτές πληρώνουν το κόστος κάθε αποτυχίας.
Η λειψυδρία δεν είναι ζήτημα τεχνικό. Είναι ζήτημα πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό. Αν το νερό μετατραπεί σε «επενδυτική ευκαιρία», τότε χάνεται η ουσία…

 
                                    
