Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε ότι είναι έτοιμος να συναντηθεί με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, προσθέτοντας ωστόσο ότι τα συμφέροντα της Ρωσίας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για να υπάρξει ειρήνη στην Ουκρανία.
Το Κρεμλίνο απέρριψε την Παρασκευή τις εικασίες ότι ο Λαβρόφ έχει χάσει την εύνοια του Βλαντιμίρ Πούτιν, μετά το φιάσκο της διοργάνωσης μιας νέας συνόδου κορυφής μεταξύ του Ρώσου προέδρου και του Ντόναλντ Τραμπ τον περασμένο μήνα στη Βουδαπέστη.
Ο λόγος για την ακύρωση της συνάντησης λέγεται ότι ήταν η αδιάλλακτη στάση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών στη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Αμερικανό ομόλογό του με θέμα την Ουκρανία. Το τηλεφώνημα λέγεται ότι κατέληξε σε καβγά.
Το Reuters και άλλα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η Ουάσινγκτον ακύρωσε τη 2η σύνοδο κορυφής -μετά από αυτή της Αλάσκας- αφού ο Λαβρόφ έστειλε μήνυμα ότι η Μόσχα δεν ήταν διατεθειμένη να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της για την Ουκρανία.
Οι Financial Times, επικαλούμενοι μια πηγή, υπονοούσαν ότι η συνομιλία του Λαβρόφ με τον Ρούμπιο είχε αποθαρρύνει την Ουάσινγκτον.
Πάντως, σήμερα ο Λαβρόφ δήλωσε στο πρακτορείο Ria Novosti ότι «ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και εγώ κατανοούμε την ανάγκη για τακτική επικοινωνία».
«Είναι σημαντικό για τη συζήτηση του ουκρανικού ζητήματος και την προώθηση της διμερούς ατζέντας. Γι’ αυτό επικοινωνούμε τηλεφωνικά και είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε συναντήσεις πρόσωπο με πρόσωπο όταν χρειαστεί» δήλωσε ο Λαβρόφ.
Στην ίδια συνέντευξη ο κορυφαίος Ρώσος διπλωμάτης δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενημέρωσαν τη Ρωσία μέσω διπλωματικών οδών πως εξετάζουν την πρόταση του Βλαντιμίρ Πούτιν για τη διατήρηση των περιορισμών που περιγράφονται στη Νέα Συνθήκη για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων (New START) πέραν της προγραμματισμένης λήξης της τον Φεβρουάριο του 2026.
«Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει ουσιαστική απάντηση από την Ουάσινγκτον. Μας ειπώθηκε μέσω διπλωματικών οδών ότι ‘το ζήτημα βρίσκεται υπό εξέταση’» δήλωσε ο Λαβρόφ.
Νωρίτερα, ο Πούτιν δήλωσε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να συνεχίσει να τηρεί τους περιορισμούς της συνθήκης για ένα έτος μετά τη λήξη της, υπό την προϋπόθεση ότι οι ΗΠΑ θα ανταποκριθούν.


