Ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού παρουσίασε πρόσφατα ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας, που αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους λόγω του υπερβολικού δημόσιου χρέους. Η Γαλλία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, με το δημόσιο έλλειμμα να έχει φτάσει στο 5,8% του ΑΕΠ το 2024, ενώ το χρέος ξεπερνά το 114% του ΑΕΠ — ποσοστό που την κατατάσσει τρίτη στην ευρωζώνη, πίσω μόνο από την Ελλάδα και την Ιταλία.
Ο Μπαϊρού περιέγραψε με μελανά χρώματα την κατάσταση, υπογραμμίζοντας ότι κάθε δευτερόλεπτο το χρέος αυξάνεται κατά 5.000 ευρώ. Παράλληλα, εξέφρασε την απογοήτευσή του για τη νοοτροπία των Γάλλων, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες έχουν «εθιστεί» στην ιδέα ότι το κράτος πρέπει να καλύπτει κάθε δαπάνη, γεγονός που όπως ανέφερε, δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Το σχέδιο που παρουσίασε ο πρωθυπουργός στις 15 Ιουλίου στοχεύει στην επαναφορά του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 4,6% του ΑΕΠ έως το 2026 και περαιτέρω μείωσή του στο 2,9% μέχρι το 2029, που θεωρείται το όριο για τη σταθεροποίηση του χρέους. Ωστόσο, το κόστος για την οικονομία και τους πολίτες αναμένεται να είναι σημαντικό, καθώς προβλέπεται πάγωμα των κρατικών δαπανών και κατάργηση δύο επίσημων αργιών — της Δευτέρας του Πάσχα και της Ημέρας της Νίκης στις 8 Μαΐου.
Το πρόγραμμα στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες: τη μείωση του χρέους μέσω δημοσιονομικής πειθαρχίας και την αύξηση της παραγωγής σε μια περίοδο υποτονικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση σκοπεύει να αυξήσει κατά 6,7 δισεκατομμύρια ευρώ τον αμυντικό προϋπολογισμό, ανταποκρινόμενη στις αυξανόμενες διεθνείς εντάσεις.
Για να πετύχει αυτούς τους στόχους, η κυβέρνηση σχεδιάζει να μην αυξήσει τις κρατικές δαπάνες το 2026 σε σύγκριση με το 2025, εκτός των αναγκών που προκύπτουν από το κόστος του χρέους και τις πρόσθετες δαπάνες για την άμυνα. Επιπλέον, προωθεί τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων κατά 3.000 άτομα μέσα στον επόμενο χρόνο, με την αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης να μη συνεπάγεται την αντικατάσταση τους.
Το σχέδιο περιλαμβάνει περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες και στα κοινωνικά επιδόματα — όπως επιδόματα ανεργίας, αναπηρίας, συντάξεις, και επιδόματα στέγασης — που θα παραμείνουν παγωμένα, χωρίς ετήσια προσαρμογή στον πληθωρισμό. Επιπλέον, προβλέπεται μείωση των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης κατά 5 δισεκατομμύρια ευρώ και πάγωμα μισθών σε κάποιες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων.
Αυτές οι αλλαγές έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο ηγέτης της αριστερής αντιπολίτευσης, Ζαν-Λυκ Μελανσόν, κατηγόρησε τον Μπαϊρού ότι προωθεί την αποδυνάμωση του κράτους και των δημόσιων υπηρεσιών, ώστε να ωφεληθούν οι πλούσιοι σε βάρος των πολλών. Παρόμοια κριτική άσκησε και η ακροδεξιά πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού, Μαρίν Λεπέν, η οποία κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιβάλλει φορολογικές επιβαρύνσεις και λιτότητα σε βάρος των εργαζομένων και των συνταξιούχων, ενώ προτείνει περαιτέρω περικοπές σε τομείς όπως η μετανάστευση και η γραφειοκρατία.
Η σοσιαλιστική αντιπολίτευση επίσης τάσσεται ενάντια στα μέτρα, με τον επικεφαλής της βουλευτικής ομάδας να καταγγέλλει την άνιση κατανομή των βαρών και να χαρακτηρίζει τον προϋπολογισμό «αντιδίκαιο» και αναποτελεσματικό.
Παράλληλα, αρκετοί οικονομολόγοι εκφράζουν ανησυχίες ότι το πάγωμα των κοινωνικών παροχών θα εντείνει τις οικονομικές ανισότητες και θα πλήξει περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα, καθώς δεν προβλέπονται αυξήσεις στη φορολογία των πλουσιότερων ή στα χρηματοοικονομικά εισοδήματα.
Η γενική γραμματέας της μεγαλύτερης συνδικαλιστικής οργάνωσης CGT, Σοφί Μπινέ, προειδοποίησε πως τα μέτρα θα οδηγήσουν σε σημαντική μείωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων ομάδων, καλώντας σε μαζικές κινητοποιήσεις από το φθινόπωρο και σε εγγραφή στα σωματεία για την αντίσταση στην οικονομική αυτή πολιτική.
Τέλος, ορισμένοι βουλευτές προτείνουν συμβολικές αλλά και ουσιαστικές περικοπές στα προνόμια των πρώην πολιτικών, ως μέτρο δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ωστόσο, το πολιτικό τοπίο παραμένει έντονα διχασμένο, με το ενδεχόμενο πρότασης μομφής να πλανάται στον αέρα.
Συνολικά, το σχέδιο Μπαϊρού χαρακτηρίζεται από πολλούς ως απαραίτητο αλλά σκληρό μέτρο, που επιχειρεί να θέσει τη Γαλλία σε μια βιώσιμη δημοσιονομική πορεία, αλλά ταυτόχρονα εγκυμονεί κινδύνους κοινωνικής έντασης και επιδείνωσης των οικονομικών ανισοτήτων.