Του Κώστα Παππά
Η Ευρωπαϊκή Ένωση «οδηγεί» τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων σε ιστορικά επίπεδα: μόνο το 2024 οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων της Ε.Ε. άγγιξαν τα 235,4 δισ. € σημαντικό ρεκόρ παρά τις παγκόσμιες αναταράξεις στις αγορές. Κορυφαίοι προορισμοί ήταν χώρες του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελβετίας και της Ιαπωνίας, ενώ τα δημητριακά, τα γαλακτοκομικά και το κρασί πρωταγωνιστούν στα εξαγώγιμα αγαθά.
Κι όμως, για την Ελλάδα, η εικόνα είναι απογοητευτική, σχεδόν μουδιασμένη. Παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές ελληνικών γεωργικών προϊόντων αυξάνονται σταθερά εδώ και μια δεκαετία και μπήκαν τα 2,47 δισ. € το 2023, αυτά αντιπροσωπεύουν μόλις περίπου 5% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας, με εμπορικό πλεόνασμα κάτω από 600 εκατ. €. Γι αυτά όμως τα στοιχεία δεν θα ακούσουμε κουβέντα από την κυβέρνηση , αλλά “ο κόσμος το ‘χει τούμπανο” πως είμαστε και σε αυτόν τον τομέα οι φτωχοί συγγενείς στην ΕΕ.
Αυτό που η στατιστική δεν λέει ξεκάθαρα, αλλά αποκαλύπτει η συγκριτική εικόνα με άλλες χώρες, είναι ότι η Ελλάδα δεν παράγει και κατά συνέπεια δεν εξάγει με όρους παραγωγικότητας που να ανταγωνίζονται τους εταίρους της στην Ε.Ε.. Οι μικρές εκμεταλλεύσεις και το κατακερματισμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς, παρόμοιο με αυτό που εμφανίζουν και άλλες μεσογειακές χώρες , σημαίνουν ότι η παραγωγή ανά στρέμμα και ανά εργαζόμενο είναι δραματικά χαμηλότερη από ό,τι σε χώρες με μεγάλης κλίμακας εκμεταλλεύσεις και υψηλές επενδύσεις σε τεχνολογία. Σε πολλές χώρες της Ε.Ε., η αγροτική παραγωγή ανά εκτάριο είναι σχεδόν διπλάσια ή τριπλάσια σε αξία και απόδοση, ειδικά σε προϊόντα υψηλής ζήτησης και μεταποίησης , γεγονός που επιβεβαιώνεται από διεθνή αναλυτικά στοιχεία για την παραγωγικότητα των χωρών της Ε.Ε. και τις αποδόσεις καλλιεργειών ανά εκτάριο.
Η ελληνική γεωργία, από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα. Η μέση γεωργική εκμετάλλευση είναι πολύ μικρή, με εκατοντάδες χιλιάδες αγροτικές εκμεταλλεύσεις να είναι οικογενειακές, γεγονός που σημαίνει ότι η οικονομία κλίμακας απουσιάζει σχεδόν πλήρως. Στην Ε.Ε., ένα μεγάλο μέρος της συνολικής γεωργικής παραγωγής προέρχεται από λίγες αλλά «βαριές» γεωργικές επιχειρήσεις, οι οποίες εκμεταλλεύονται τεράστιες εκτάσεις και έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια, τεχνολογία και διεθνείς αγορές.
Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει μια μεγάλη γεωργική περιοχή (περίπου 5,3 εκατ. εκτάρια γεωργικής γης), όμως η αξία παραγωγής δεν «μεταφράζεται» σε σημαντικό μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς. Το παραγωγικό μοντέλο παραμένει σε μεγάλο βαθμό παραδοσιακό, με περιορισμένη μεταποίηση και προστιθέμενη αξία, γεγονός που σημαίνει ότι πολλοί παραγωγοί εξαρτώνται περισσότερο από επιδοτήσεις παρά από ανταγωνιστικά εμπορικά πλεονεκτήματα.
Η έλλειψη στρατηγικής , τόσο σε επίπεδο εθνικής πολιτικής όσο και σε επίπεδο συλλογικών επενδύσεων, κρατά την ελληνική γεωργία στο περιθώριο μιας λιγότερο ελκυστικής, χαμηλής απόδοσης παραγωγής. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε. προβλέπει ευκαιρίες στήριξης και εκσυγχρονισμού, όμως στη χώρα μας μεγάλο μέρος των κονδυλίων δεν έχει οδηγήσει σε παραγωγική αναγέννηση ή σε αύξηση της εξωστρέφειας.
Αν η Ελλάδα συνεχίσει να παράγει με παραδοσιακές μεθόδους, χωρίς να επενδύσει στην τεχνολογία, στη μεταποίηση και στην ανάπτυξη αποδοτικών, εξαγώγιμων προϊόντων, θα παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν πρωτογενή τομέα που παράγει αρκετά, αλλά δεν εξάγει ούτε ανταγωνίζεται επαρκώς στις διεθνείς αγορές. Η πραγματική πρόκληση είναι να μετατραπεί η γεωργία από έναν τομέα επιβίωσης σε έναν κινητήριο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης.




