Του Κώστα Παππά
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μπροστά σε μια από τις πιο καθοριστικές επιλογές της τελευταίας δεκαετίας, καθώς καλείται να αποφασίσει όχι μόνο πώς θα στηρίξει οικονομικά την Ουκρανία, αλλά και πώς θα διαχειριστεί τον ρόλο της ως γεωπολιτικός δρων απέναντι στη Ρωσία. Το ζήτημα των «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων αναδεικνύεται σε κεντρικό άξονα αυτής της συζήτησης, αποκαλύπτοντας τα όρια, τις αντοχές και τις αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ενότητας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία έχει για την Ελλάδα ο ρόλος και η θέση θα εκφράσει ο Έλληνας Πρωθυπουργός που μέχρι τώρα ακολουθεί πιστά τις κατευθύνσεις των “προθύμων” της ΕΕ. Μην ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε μάλλον κοντά στον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και η Ρωσία με την σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ θα βγει από τον πόλεμο αυτό νικήτρια και αναβαθμισμένη γεωπολιτικά και εδαφικά. Πόσο η Ελλάδα θα αποδεχθεί μέρος του ρίσκου που βρίσκεται μπροστά σε ολόκληρη την ΕΕ όπως πολύ εύστοχα η κυβέρνηση του Βελγίου έχει ήδη αναφέρει.
Η Κομισιόν προωθεί ένα σχέδιο χρηματοδότησης της Ουκρανίας ύψους 90 δισ. ευρώ για την περίοδο 2026–2027, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος οικονομικής κατάρρευσης εν μέσω πολέμου. Το βασικό ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι το «αν» αλλά το «πώς»: μέσω της αξιοποίησης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων που παραμένουν δεσμευμένα στην Ευρώπη ή μέσω κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού.
Η επιλογή της χρήσης των ρωσικών κεφαλαίων, τα οποία βρίσκονται κυρίως στο Euroclear στο Βέλγιο, σηματοδοτεί μια σαφή πολιτική μετατόπιση. Για πρώτη φορά, η Ε.Ε. θα πλησίαζε το όριο μεταξύ οικονομικής πίεσης και έμμεσης δήμευσης, ακόμη κι αν τυπικά παρουσιάζεται ως «δάνειο αποζημιώσεων». Αυτή η κατεύθυνση υποστηρίζεται από κράτη που θεωρούν ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να χρηματοδοτεί επ’ αόριστον έναν πόλεμο χωρίς να αγγίζει τα περιουσιακά στοιχεία του επιτιθέμενου.
Ωστόσο, χώρες όπως το Βέλγιο εκφράζουν έντονες ανησυχίες για νομικά και πολιτικά αντίποινα από τη Μόσχα, ζητώντας συλλογικές και μακροπρόθεσμες εγγυήσεις. Το επιχείρημα είναι σαφές: εάν η Ευρώπη ανοίξει αυτόν τον δρόμο, πρέπει να μοιραστεί και το ρίσκο. Η στάση αυτή αποκαλύπτει τον φόβο ότι η χρήση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να δημιουργήσει προηγούμενο με απρόβλεπτες συνέπειες για το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η εναλλακτική του κοινού δανεισμού παραμένει πολιτικά δύσκολη, καθώς προσκρούει τόσο σε θεσμικούς περιορισμούς όσο και στην αντίσταση κρατών που απορρίπτουν την αμοιβαιοποίηση του χρέους. Παρ’ όλα αυτά, η επίκληση έκτακτων μηχανισμών δείχνει ότι η Ευρώπη εξετάζει σοβαρά τη διεύρυνση των εργαλείων της.
Στην ουσία, η συζήτηση για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία δεν αφορά μόνο την Ουκρανία. Αφορά το αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτοιμη να μεταβεί από μια ένωση κανόνων σε μια ένωση στρατηγικών αποφάσεων, αναλαμβάνοντας το κόστος και τις ευθύνες που αυτό συνεπάγεται. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα θα καθορίσουν όχι μόνο την επόμενη ημέρα του πολέμου, αλλά και τον μελλοντικό ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο.




