Όταν οι ηγέτες του ΝΑΤΟ αποφάσισαν την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ τους κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνόδου κορυφής της Συμμαχίας – μια δραματική αύξηση από το προηγούμενο όριο του 2% – μόνο η Ισπανία αμφισβήτησε τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας αλλαγής.
Στη σκιά όμως του πολέμου και της ανασφάλειας, υπάρχει και ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα που θα έπρεπε να θέσουμε: Είναι η στρατιωτικοποίηση η μόνη μορφή άμυνας που χρειάζεται η Ευρώπη;
Για τους περισσότερους Ευρωπαίους, η καθημερινή απειλή δεν έχει τη μορφή βαλλιστικών πυραύλων, αλλά μάλλον τη μορφή απλησίαστων ενοικίων, μη προσιτής παιδικής μέριμνας, προβληματικών δημόσιων συγκοινωνιών και εκτοξευμένου κόστους ζωής, ενώ οι δημόσιες υπηρεσίες είναι όλο και πιο πιεσμένες.
Και ενώ η Ευρώπη δικαίως ανησυχεί για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις ευρύτερες απειλές για την εδαφική της κυριαρχία, η αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών εις βάρος των κοινωνικών δαπανών αποτελεί μια επικίνδυνη εξίσωση.
Μια στρατηγική που παραγκωνίζει την κοινωνική ανθεκτικότητα υπέρ της σκληρής ισχύος κινδυνεύει να αποδυναμώσει την ίδια τη συνοχή που στοχεύει να υπερασπιστεί. Ο αυταρχισμός δεν ευδοκιμεί μόνο με ξένες απειλές. Αναπτύσσεται όταν οι δημοκρατίες αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν σε ζητήματα που αφορούν τα βασικά. Και μια κοινωνία που μαστίζεται από την έλλειψη στέγασης, τις υποβαθμισμένες υποδομές και τη διαβρωμένη εμπιστοσύνη στους θεσμούς δεν μπορεί να συγκρατηθεί μόνο με οπλοστάσια.
Το παράδειγμα της Νέας Υόρκης
Πρόσφατα, στην αμερικανική μεγαλούπολη ο Ζόχραν Μαμντάνι — ο οποίος ανήκει σε μια νέα γενιά δημοκρατικών σοσιαλιστών — κέρδισε τις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών για το χρίσμα του δημάρχου της πόλης. Ο Μαμντάνι υιοθέτησε ανοιχτά πολιτικές που θα τρομοκρατούσαν το νεοφιλελεύθερο κυρίαρχο ρεύμα της Ευρώπης: δωρεάν συγκοινωνίες, καθολική παιδική μέριμνα, έλεγχοι ενοικίων και φόροι περιουσίας. Όμως πολλοί Νεοϋορκέζοι όχι μόνο δεν απέρριψαν την πλατφόρμα του ως ριζοσπαστική, αλλά την αγκάλιασαν.
Ακόμα και σε μια πόλη τόσο στενά συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό, γίνεται αντιληπτό ότι η υπόσχεση παροχής ενός δημόσιου αγαθού βρίσκει σημαντική απήχηση. Και αν ένα τέτοιο όραμα μπορεί να ριζώσει στη Νέα Υόρκη, μπορεί κάποιος να φανταστεί την απήχησή του σε ευρωπαϊκές πόλεις όπως η Νάπολη, η Μασσαλία και η Αθήνα.
Ως λίκνο του κράτους πρόνοιας, η Ευρώπη θα πρέπει να ηγείται της καινοτομίας στον τομέα της κοινωνικής προστασίας. Θα πρέπει να επενδύει σε ό,τι ενισχύει τις κοινωνίες άξιες: οικονομικά προσιτή στέγαση, ποιοτική εκπαίδευση, ισχυρή τοπική αυτοδιοίκηση και καλή υγειονομική περίθαλψη.
Ένας ξεχασμένος θεμελιώδης ρόλος
Ειδικότερα, η δημοκρατία σε τοπικό επίπεδο αποτελεί μια ξεχασμένη πρώτη γραμμή ενάντια στον αυταρχισμό. Στην Τουρκία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στοχοποιεί ολοένα και περισσότερο τους δημάρχους της αντιπολίτευσης, μετατρέποντας την προστασία της δημοτικής αυτονομίας σε σύνθημα συσπείρωσης υπέρ της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.
Ξεκινώντας με τη φυλάκιση του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου τον Μάρτιο, ο Ερντογάν έχει εντείνει την εκστρατεία καταστολής, συλλαμβάνοντας περισσότερους από δώδεκα δημάρχους της αντιπολίτευσης με πολιτικά υποκινούμενες ή αβάσιμες κατηγορίες. Ωστόσο, σε ολόκληρη σχεδόν την ΕΕ, η αντίδραση σε αυτές τις πολιτικά υποκινούμενες διώξεις παρέμεινε ουσιαστικά σιωπηλή.
Όμως ενώ οι Βρυξέλλες και πολλές εθνικές κυβερνήσεις παρέμεναν σιωπηλές, πολλοί δήμαρχοι στη Γηραιά Ήπειρο ύψωσαν τη φωνή τους, αποδεικνύοντας ότι οι πόλεις αναδεικνύουν το ηθικό ανάστημα των ευρωπαϊκών εθνών. Με επικεφαλής τον πρώην δήμαρχο της Φλωρεντίας και νυν ευρωβουλευτή Ντάριο Ναρντέλα, δήμαρχοι στο Παρίσι, το Βερολίνο, τη Βουδαπέστη και αλλού έσπασαν τη σιωπή και υπερασπίστηκαν τις δημοκρατικές αξίες.
Πιο κοντά στους πολίτες και λιγότερο μολυσμένη από την πολιτική ανάγκη να κατευνάζονται αυταρχικοί ηγέτες όπως ο Ερντογάν, η τοπική αυτοδιοίκηση είναι αυτή που ορθώνεται ως ανάχωμα της δημοκρατίας, ενώ άλλοι ηγέτες σιωπούν. Η Ευρώπη οφείλει να την ενδυναμώσει, όχι μόνο από την άποψη των αρμοδιοτήτων, αλλά και ως φορείς δημοκρατικής ανανέωσης.
Η αναγκαιότητα της Κοινωνικής Ευρώπης
Η «Κοινωνική Ευρώπη» είναι μια στρατηγική. Η ΕΕ ισχυρίζεται σταθερά εδώ και καιρό ότι συνδυάζει την οικονομική ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά αυτή η ισορροπία απειλείται τώρα, με τους αυξανόμενους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς να κινδυνεύουν να καταπιούν το πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο που απαιτείται για την ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή, την ψηφιακή ισότητα, την πρόσβαση στη στέγαση και την προσχολική φροντίδα.
Η ανάκτηση του οράματος μιας κοινωνικής Ευρώπης δεν είναι ένα νοσταλγικό όνειρο — είναι μια υπαρξιακή αναγκαιότητα. Στον 21ο αιώνα, η μάχη για την καρδιά και τα μυαλό των Ευρωπαίων δεν θα κερδηθεί με τανκς, αλλά με εμπιστοσύνη. Και αυτή η εμπιστοσύνη χτίζεται σε καθημερινή βάση αντιμετωπίζοντας θεμελιώδη προβλήματα.
Αν οι Βρυξέλλες επιδιώκουν να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη, πρέπει να επιτύχουν απτά αποτελέσματα που θα διαρκέσουν περισσότερο από τους εφήμερους πανηγυρισμούς των στρατιωτικών εντύπων. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί εντελώς η στρατιωτική άμυνα. Όμως θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η διατήρηση και ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνατοτήτων για άμεσες ανάγκες ασφαλείας, δεν θα πρέπει να υποσκάπτει τη πρόνοια της Ευρώπης για τον ιστό και την ανθεκτικότητα των κοινωνιών της.
Η μακροπρόθεσμη άμυνα της ΕΕ έγκειται στην ενίσχυση των κοινωνικών της θεμελίων: στην αποκατάσταση της συμμετοχής, της αξιοπρέπειας και της συνοχής. Αυτό σημαίνει ότι η υπεράσπιση των ευρωπαϊκών πόλεων δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην αστυνομία και τους συνοριακούς ελέγχους, αλλά και στις πολιτικές που τις καθιστούν βιώσιμες.
Από αυτή την οπτική γωνία, η συζήτηση για τις νατοϊκές δαπάνες δεν αφορά μόνο αριθμούς. Αφορά και αξίες. Αφορά το αν η Ευρώπη θα επενδύσει στους φόβους της ή σε ένα μέλλον που πρέπει να υπερασπιστεί.