Των Σπύρου Τρίψα- Κώστα Παππά
Η σημερινή αναβολή της συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη στην Νέα Υόρκη μας βοηθάει να παραφράσουμε την ιστορική ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή “έξω πάμε καλά”. Δεν πάμε καλά λοιπόν ούτε έξω. Η αναβολή της συνάντησης και μάλιστα με πρωτοβουλία της Τουρκίας είναι προσβλητική για την Ελλάδα. Ξεκαθαρίζουμε σε αυτό το σημείο ότι όταν ένας Πρωθυπουργός βρίσκεται στο εξωτερικό όσο και αν διαφωνούμε με τις πολιτικές του οφείλουμε να σεβαστούμε οτι εκπροσωπεί την Ελλάδα στα διεθνή φόρα. Δεν είναι λοιπόν υπέρ του πατριωτικού συμφέροντος της χώρας η καλύτερη τακτική να ασκείται κριτική σε οποιονδήποτε Πρωθυπουργό όταν βρίσκεται στο εξωτερικό και εκπροσωπεί την Ελλάδα. Η όποια κριτική θα πρέπει να ασκηθεί στον κ. Μητσοτάκη καλό θα ήταν να ασκηθεί με την επιστροφή του στη χώρα, όταν και θα γίνει το ταμείο του ταξιδιού του στη Νέα Υόρκη. Εκεί προφανώς θα έχουμε όλοι να σημειώσουμε πολλά.
Απλά θυμίζουμε οτι πάγια θέση του epikaira.gr είναι οτι η Ελλάδα δεν θα πρέπει να μπαίνει στη λογική του ανατολίτικου παζαριού που επιχειρεί πάγια η Τουρκία να στήσει απέναντι σε όλους και σε όλα. Σημειώναμε σε χθεσινό μας άρθρο την υποκρισία των συμμάχων μας, από τη στιγμή που η Τουρκία μας απειλεί ανοικτά με πόλεμο εδώ και χρόνια, το γεγονός οτι δεν έκαναν και δεν κάνουν τίποτα για να πιέσουν προς την κατεύθυνση της άρσης τoυ casus belli. Αντίθετα επιχειρούν να επιβραβεύσουν την Τουρκία με την είσοδό της στον πακτωλό χρημάτων του προγράμματος safe. H συνάντηση αυτή λοιπόν είτε τελικά γίνει είτε αναβληθεί οριστικά δεν θα προσέφερε κάτι καινούργιο, το γεγονός όμως οτι ακυρώνεται με πρωτοβουλία της Τουρκίας, η οποία επικαλέστηκε κάποια άλλα ραντεβού του Τούρκου Προέδρου που προέκυψαν ξαφνικά, είναι μια προσβλητική στάση στο πρόσωπο του Έλληνα Πρωθυπουργού και εν τέλη της Ελλάδας.
Στο χθεσινό μας άρθρο για την σημερινή αναβληθείσα συνάντηση σημειώναμε τα εξής:
Είθισται οι συναντήσεις ανάμεσα στους ηγέτες Ελλάδας και Τουρκίας να έχουν πάντα ενδιαφέρον. Είθισται να προσπαθούμε πάντα na σκαλίσουμε τις λεπτομέρειες και τo παρασκήνιο πίσω από τις δηλώσεις μετά από αυτές τις συναντήσεις , μόνο που η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν που επίκειται στη Νέα Υόρκη δεν αναμένεται να μας κάνει καθόλου σοφότερους , ούτε να εισφέρει κάτι καινούργιο στις πάγιες θέσεις των δύο χωρών για τα μεταξύ τους ζητήματα.
Αυτό γιατί μέσα στο γενικότερο αφήγημα των ήρεμων νερών απλά δεν επιχειρούμε να βάλουμε το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλών , αλλά αναμασούμε συνεχώς θεωρίες κατευνασμού της άλλης πλευράς, στην προσπάθειά μας να μείνουν τα πράγματα χωρίς επιπλέον επιβάρυνση στις σχέσεις μας. Αυτή η οπτική όμως δεν φαίνεται να περιορίζει την εχθρική ρητορική της Τουρκίας και κατά καιρούς τiς πράξεις που ρίχνουν λάδι στη φωτιά των μεταξύ μας σχέσεων. Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε και το γεγονός οτι η Τουρκία δεν ήρε ποτέ το casus belli εναντίον της Ελλάδας, γιατί αυτό θα ήταν μια πραγματικά σοβαρή διπλωματική προσπάθεια διαμόρφωσης ουσιαστικά καλύτερων σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, καταλαβαίνουμε οτι όχι μόνο είμαστε στο μηδέν, αλλά οι σχέσεις μας οδηγούνται χρόνο με το χρόνο σε ακόμα πιο χαμηλό βαρομετρικό.
Το γεγονός όμως οτι η Τουρκία ούτε καν συζητά να αποσύρει το casus belli δείχνει και τον τρόπο με τον οποίο θα μας αντιμετωπίσει μελλοντικά, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Η πραγματικότητα που δείχνει οτι αφήνει στο τραπέζι ένα όπλο και ζητάει να καθίσουμε να συζητήσουμε για τις μεγαλύτερες διαφορές μας είναι τουλάχιστον επίδειξη θράσους. Ένα θράσος που δεν προσπάθησε ποτέ η Ελλάδα να αντιστρέψει παγιδευμένη στην πολιτική του κατευνασμού και όχι σε μια αποτρεπτική πολιτική που θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους.
Η Αθήνα έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον προ ημερών μαζί με τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ για το αν θα ενεργοποιηθεί το άρθρο 4 της συμμαχίας για τις ενέργειες της Ρωσίας εναντίον της Πολωνίας με τις υπερπτήσεις drones πάνω από το πολωνικό FIR, δεν θέτει όμως μια ανάλογη πρόταση όταν συμμαχική χώρα στο ΝΑΤΟ , όπως η Τουρκία, δεν απειλεί απλά την Ελλάδα με παραβιάσεις του FIR από drones, αλλά με κανονικότατα μαχητικά εδώ και πολλά χρόνια , για να μην αναφερθούμε και στις δια θαλάσσης προκλήσεις. Αν μάλιστα κάνουμε αναφορά και στο γεγονός οτι η Τουρκία κατέχει παράνομα Ευρωπαϊκό έδαφος με την παράνομη εισβολή στην Κύπρο, τότε όλοι γνωρίζουν ποιος είναι ο γείτονάς μας και δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις γι αυτό. Κι όμως σύσσωμη η υποκριτική Ευρώπη και το ΝΑΤΟ Πόντιος Πιλάτος δεν θα κάνουν καμία συγκεκριμένη και ρητή αναφορά σε αυτές τις προκλήσεις, ειδικότερα αν η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν θέτει μετ’ επιτάσεως τα θέματα αυτά όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Ποτέ μέχρι τώρα το ΝΑΤΟ δεν ζήτησε από την Τουρκία να άρει την απειλή πολέμου εναντίον συμμάχου χώρας στην συμμαχία, δηλαδή εναντίον της Ελλάδας.
Δεν είναι όμως αποκλειστικά υπεύθυνη η Τουρκία για την στάση της αυτή. Πολλές Ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και χρόνια στρατεύονται στην άποψη αυτή του κατευνασμού και των ήρεμων νερών. Η σημερινή κυβέρνηση δε έχει σχεδόν εξελίξει σε δόγμα αυτή την πολιτική.
Από την άλλη πλευρά, ένα από τα θέματα που απασχολούν πολύ την Άγκυρα είναι η συμμετοχή στο SAFE, με την Ελλάδα να απειλεί με βέτο, αλλά την τουρκική αμυντική βιομηχανία να εκτιμά ότι μπορεί να βρει διόδους μέσα από εταιρικές συνεργασίες στην Ευρώπη. Για τη συμμετοχή ιδιωτικών εταιρειών δεν απαιτείται ομοφωνία στην Ε.Ε. Έτσι η Baykar (του γαμπρού του Ερντογαν) που έχει ισχυρότατες συνεργασίες με ιταλικές αμυντικές βιομηχανίες εκτιμάται ότι δεν θα συναντήσει εμπόδια σε πιθανή συμμετοχή.
Από την πλευρά της η Αθήνα προσέρχεται με στόχο τη διατήρηση των ανοιχτών διαύλων και την προβολή των εθνικών θέσεων. Δείτε αμέσως την αντίθεση στις θέσεις των δύο κρατών. Οι μεν προσέρχονται με συγκεκριμένη ατζέντα πίεσης οι δε προσέρχονται με την προσδοκία να μείνουν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας.
Η Άγκυρα, ενόψει και της κατ’ ιδίαν συνάντησης του Ταγίπ Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρεί να αναβαθμίσει τον ρόλο της τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο.Τα deals που θα συζητηθούν με τον Αμερικανό πρόεδρο συνδέονται άμεσα με την ατζέντα των ελληνοτουρκικών, καθώς επηρεάζουν ισορροπίες σε άμυνα, ενέργεια και τεχνολογία.
Το μεγαλύτερο ερώτημα παραμένει εάν ο Έλληνας πρωθυπουργός θα θέσει με σαφήνεια το ζήτημα του casus belli. Η Αθήνα θεωρεί αδιανόητη την ένταξη της Τουρκίας σε ευρωπαϊκούς αμυντικούς μηχανισμούς χωρίς την άρση της απειλής πολέμου, ενώ η Άγκυρα ποντάρει στις παρακάμψεις μέσω ιδιωτικών εταιρειών. Και αυτές οι παρακάμψεις του πολιτικού διαδρόμου ευνοούν ποικιλοτρόπως την Άγκυρα αυτή τη στιγμή. Γιατί λοιπόν στην πραγματική απειλή πολέμου της Τουρκίας να μην αντιτάξουμε κι εμείς την πραγματική και όχι για τα μάτια του κόσμου απειλή του βέτο που θα πονέσει τους Τούρκους και οικονομικά και διπλωματικά. Άλλωστε οι γείτονες μόνο αυτή την γλώσσα ομιλούν φαρσί και μόνο αυτή τη γλώσσα φαίνεται να αντιλαμβάνονται καλά.