Η αϋπνία δεν είναι απλώς μια ενόχληση που μας στερεί ενέργεια την επόμενη μέρα. Μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για την υγεία του εγκεφάλου και να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη.
Διαπιστώθηκε ότι τα άτομα με χρόνια αϋπνία – προβλήματα ύπνου τουλάχιστον τρεις ημέρες την εβδομάδα για τρεις μήνες ή περισσότερο – είχαν 40% υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν ήπια γνωστική δυσλειτουργία ή άνοια σε σύγκριση με όσους δεν είχαν προβλήματα ύπνου, αναφέρει ο Independent.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neurology, παρακολούθησε μια ομάδα 2.750 ενηλίκων με μέσο όρο ηλικίας 70 ετών για λίγο περισσότερο από πέντε χρόνια και διαπίστωσε ότι η έλλειψη ύπνου συσχετίζεται με αλλαγές στον εγκέφαλο, όπως αποκαλύφθηκε από απεικονιστικές εξετάσεις.
«Παρατηρήσαμε ταχύτερη μείωση των νοητικών ικανοτήτων και αλλαγές στον εγκέφαλο που υποδηλώνουν ότι η χρόνια αϋπνία μπορεί να αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι ή ακόμη και παράγοντα κινδύνου για μελλοντικά γνωστικά προβλήματα», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Ντιέγκο Καρβάλιο από την Κλινική Μάγιο στη Μινεσότα των ΗΠΑ.
Στην αρχή της μελέτης, 440 άτομα είχαν ήδη διαγνωστεί με χρόνια αϋπνία. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αξιολογήσουν τον ύπνο τους, αναφέροντας αν είχαν κοιμηθεί περισσότερο ή λιγότερο από το συνηθισμένο τις προηγούμενες δύο εβδομάδες.
Κάθε χρόνο επέστρεφαν στο εργαστήριο για τεστ μνήμης και γνωστικών δεξιοτήτων, ενώ παράλληλα υποβάλλονταν σε απεικονιστικές εξετάσεις εγκεφάλου.
Ενδείξεις Αλτσχάιμερ
Οι σαρώσεις αναζητούσαν ενδείξεις της νόσου Αλτσχάιμερ – της πιο συχνής μορφής άνοιας – όπως οι υπερεντάσεις λευκής ουσίας – περιοχές όπου η νόσος των μικρών αγγείων μπορεί να έχει βλάψει τον εγκεφαλικό ιστό – και αμυλοειδούς, μιας πρωτεΐνης που κολλάει και σχηματίζει πλάκες στον εγκέφαλο, προκαλώντας τελικά το θάνατο των εγκεφαλικών κυττάρων.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, το 14% των ατόμων με χρόνια αϋπνία ανέπτυξαν ήπια γνωστική δυσλειτουργία ή άνοια, σε σύγκριση με το 10% εκείνων που δεν είχαν αϋπνία.
Οι συγγραφείς της μελέτης έλαβαν υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η χρήση φαρμάκων για τον ύπνο και η διάγνωση άπνοιας ύπνου και διαπίστωσαν ότι τα άτομα με αϋπνία είχαν 40% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ήπια γνωστική δυσλειτουργία ή άνοια.
Οι ερευνητές χώρισαν τους πάσχοντες από αϋπνία σε δύο ομάδες: εκείνους που κοιμόντουσαν λιγότερο από το συνηθισμένο τις τελευταίες δύο εβδομάδες και εκείνους που κοιμόντουσαν περισσότερο από το συνηθισμένο τις τελευταίες δύο εβδομάδες.
Η πρώτη ομάδα είχε χειρότερες επιδόσεις στα τεστ μνήμης και περισσότερες βλάβες λευκής ουσίας και αμυλοειδείς πλάκες. Αντίθετα, όσοι δήλωσαν περισσότερες ώρες ύπνου είχαν λιγότερες βλάβες στον εγκέφαλο στην αρχή της μελέτης.
Ορισμένες ομάδες ήταν ακόμη πιο ευάλωτες. Οι συμμετέχοντες που έφεραν το γονίδιο APOE ε4, το οποίο συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο Αλτσχάιμερ, εμφάνισαν πιο απότομη γνωστική έκπτωση.
Αϋπνία και εγκέφαλος
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι η αϋπνία μπορεί να επηρεάζει τον εγκέφαλο με περισσότερους από έναν τρόπους, όχι μόνο μέσω των αμυλοειδών πλακών αλλά και μέσω των μικρών αγγείων που τον τροφοδοτούν με αίμα», εξήγησε ο Καρβάλιο.
«Αυτό ενισχύει τη σημασία της αντιμετώπισης της χρόνιας αϋπνίας – όχι μόνο για την ποιότητα του ύπνου αλλά και για την προστασία της εγκεφαλικής υγείας καθώς γερνάμε».
«Τα αποτελέσματά μας προστίθενται σε ένα αυξανόμενο σώμα επιστημονικών στοιχείων που δείχνουν ότι ο ύπνος δεν αφορά μόνο την ανάπαυση, αλλά και την ανθεκτικότητα του εγκεφάλου», κατέληξε.