Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν κρύβει τη φιλοδοξία του να διαδραματίσει ρόλο ειρηνοποιού στον πόλεμο της Ουκρανίας. Από τις πρώτες κιόλας δημόσιες δηλώσεις του μετά την επιστροφή του στο προσκήνιο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ υποστηρίζει πως διαθέτει την αποφασιστικότητα, αλλά και την «πείρα της διαπραγμάτευσης» για να φέρει τις δύο πλευρές στο τραπέζι. Όμως το εγχείρημα, αν και φιλόδοξο, φαντάζει σχεδόν αδύνατο μέσα σε ένα γεωπολιτικό τοπίο γεμάτο ακαμψίες, αντιφατικά συμφέροντα και απουσία συλλογικού οράματος από την πλευρά της Ευρώπης.
Ο Τραμπ εμφανίζεται διατεθειμένος να επενδύσει πολιτικό κεφάλαιο στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Στην πραγματικότητα, για τον ίδιο, η Ουκρανία έχει μετατραπεί σε ένα προσωπικό στοίχημα. Όμως, αυτή η αποφασιστικότητα αρχίζει να μετατρέπεται σε βιασύνη. Ο πρόεδρος δείχνει πως θέλει άμεσα αποτελέσματα, γεγονός που ενδέχεται να θολώνει την κρίση του και να οδηγεί σε κινήσεις τακτικής χωρίς το απαραίτητο διπλωματικό βάθος.
Οι προτάσεις του, που κατά καιρούς περιλαμβάνουν εναλλακτικά σενάρια κατάπαυσης του πυρός ή άτυπες ανταλλαγές παραχωρήσεων, πέφτουν συχνά στο κενό – όχι απαραίτητα λόγω περιεχομένου, αλλά λόγω της στάσης των εμπλεκόμενων πλευρών.
Τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο παραμένουν αμετακίνητα στις βασικές τους απαιτήσεις. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν επιδιώκει να παγιώσει τα εδαφικά του κέρδη και να κατοχυρώσει τη σφαίρα επιρροής του, αρνούμενος ουσιαστικά κάθε επιστροφή στο status quo ante. Από την άλλη, η ουκρανική πλευρά, με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να παραμένει στο τιμόνι, επιμένει στην πλήρη αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων και την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Τραμπ μοιάζει να προσπαθεί να σπάσει έναν γόρδιο δεσμό χωρίς σπαθί, με την επιμονή του να μετατρέπεται σταδιακά σε πείσμα και τους συνομιλητές του να παραμένουν καθηλωμένοι στις κόκκινες γραμμές τους.
Εκεί που η απουσία είναι πιο αισθητή είναι στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και γεωγραφικά και πολιτικά άμεσα ενδιαφερόμενη, έχει αφήσει εξολοκλήρου τον ρόλο του διαμεσολαβητή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καμία σοβαρή ευρωπαϊκή πρωτοβουλία δεν έχει κατατεθεί το τελευταίο διάστημα, και οι όποιες παρεμβάσεις περιορίζονται σε δηλώσεις καλών προθέσεων ή ανακοινώσεις οικονομικής και στρατιωτικής στήριξης.
Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, η Ε.Ε. μοιάζει περισσότερο με παρατηρητή παρά με συνδιαμορφωτή των εξελίξεων. Και αυτό, για τον Τραμπ, σημαίνει πως φέρει όλο το βάρος μιας επίπονης και αβέβαιης διαδικασίας διαλόγου – ενός διαλόγου που πολλοί δεν θέλουν καν να ξεκινήσει.
Αν κάτι χαρακτηρίζει τη στάση του Τραμπ, είναι ότι βλέπει το Ουκρανικό ως ευκαιρία επανεγκαθίδρυσης του ηγετικού ρόλου του στον διεθνή στίβο. Όμως ο χρόνος δεν είναι με το μέρος του. Η βιασύνη μπορεί να οδηγήσει σε άτσαλες πρωτοβουλίες και επικοινωνιακά μεν, πολιτικά δε αδιέξοδα. Χωρίς ουσιαστική πίεση και συντονισμό με την Ευρώπη –και χωρίς έστω ελάχιστη ευελιξία από τις εμπλεκόμενες πλευρές– κάθε πρωτοβουλία, όσο ειλικρινής κι αν είναι, κινδυνεύει να μείνει κενό γράμμα.
Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν ο Τραμπ θέλει να λύσει το Ουκρανικό. Είναι αν μπορεί. Και κυρίως, αν θα τον αφήσουν.