Του Κώστα Παππά
Η ελληνική ιστοριογραφία υπήρξε συχνά άδικη, επιλεκτική και –σε ορισμένες περιπτώσεις– εσκεμμένα σιωπηλή. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ένας πολιτικός παγκόσμιου βεληνεκούς, με διεθνές κύρος, βαθιά παιδεία και ακέραιο ήθος, που όμως δεν κατέλαβε ποτέ τη θέση που του αρμόζει στη συλλογική μας μνήμη. Όχι γιατί δεν την άξιζε, αλλά γιατί ενοχλούσε.
Με αφορμή την κινηματογραφική ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, ανοίγει ξανά –ευτυχώς– η συζήτηση για τον Καποδίστρια. Όχι ως αγιογραφία, αλλά ως πολιτικό και ιστορικό μέγεθος. Ο Καποδίστριας δεν ήταν ένας ρομαντικός ιδεαλιστής. Ήταν ρεαλιστής, βαθιά δημοκρατικός στην ουσία, αλλά αυστηρός στη μορφή. Πίστευε στο κράτος, στους θεσμούς, στη διοίκηση, στην παιδεία. Και κυρίως: πίστευε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να οικοδομηθεί πάνω σε πελατειακές σχέσεις, τοπικά συμφέροντα και πολιτικούς τακτικισμούς.
Αυτό ακριβώς ήταν και το «έγκλημά» του. Σε μια χώρα που μόλις έβγαινε από τον πόλεμο και ήδη βυθιζόταν στις φατρίες, ο Καποδίστριας στάθηκε απέναντι σε προεστούς, κοτζαμπάσηδες και τοπικούς ισχυρούς. Δεν διαπραγματεύτηκε την εντιμότητά του. Δεν μοίρασε αξιώματα για ψήφους. Δεν κυβέρνησε για να γίνει αρεστός, αλλά για να χτίσει κράτος. Και το πλήρωσε με τη ζωή του.
Σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά, ο συσχετισμός με το σύγχρονο πολιτικό σύστημα είναι αναπόφευκτος. Σε μια Ελλάδα όπου η πολιτική συχνά ταυτίζεται με την επικοινωνία, την εικόνα και τη διαχείριση εντυπώσεων, ο Καποδίστριας μοιάζει ξένος. Η εντιμότητα, η ανιδιοτέλεια και η αυστηρή προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον δεν αποτελούν πια κυρίαρχες αξίες· αποτελούν εξαίρεση.
Ίσως τελικά γι’ αυτό η ιστορία δεν τον τίμησε όσο έπρεπε. Γιατί ο Καποδίστριας δεν είναι απλώς ένα ιστορικό πρόσωπο. Είναι ένας καθρέφτης. Και κάθε φορά που τον κοιτάμε, αναγκαζόμαστε να δούμε καθαρά πόσο απέχουμε ακόμη από την Ελλάδα που εκείνος οραματίστηκε.




