Δευτέρα, 29 Δεκεμβρίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Ο «Καποδίστριας» αναγεννάει τον Καποδίστρια

Του Ιωάννη Λυριτζή, Καθηγητή Πανεπιστημίου (φυσικές
επιστήμες στην πολιτιστική Κληρονομιά), Ακαδημαϊκού

Λυριτζής Ιωάννης - Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών
Η δημόσια συζήτηση γύρω από ιστορικές ταινίες δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Ιδίως όταν πρόκειται για πρόσωπα που δεν ανήκουν απλώς στο παρελθόν, αλλά εξακολουθούν να λειτουργούν ως μέτρο σύγκρισης και ηθικός καθρέφτης του παρόντος. Σε αυτές τις
περιπτώσεις, η κριτική οφείλει να είναι αυστηρή, τεκμηριωμένη και επί του έργου — όχι γενικόλογη, ούτε εγκλωβισμένη σε προκατασκευασμένα σχήματα εντυπωσιασμού.
Η ταινία του Γιάννη Σμαραγδή για τον Ιωάννη Καποδίστρια αναπόφευκτα προκαλεί αντιδράσεις, όχι μόνο για το καλλιτεχνικό της αποτέλεσμα, αλλά κυρίως για το ιστορικό και ηθικό φορτίο του προσώπου που πραγματεύεται. Όταν όμως η κριτική μετατοπίζεται από την ανάλυση της κινηματογραφικής γλώσσας και της ιστορικής αφήγησης σε αόριστες κατηγορίες περί «εθνικής εξιδανίκευσης», τότε παύει να υπηρετεί τον δημόσιο διάλογο και
αρχίζει να λειτουργεί ως άσκηση ρητορικής αυθεντίας χωρίς τεκμήρια.
Η έννοια της «κριτικής ματιάς» δεν ταυτίζεται με την αποδόμηση για την αποδόμηση, ούτε με την επιβολή σύγχρονων ιδεολογικών φίλτρων σε ιστορικά πρόσωπα που κρίθηκαν ήδη από τον χρόνο και τις πράξεις τους. Αντιθέτως, η ουσιαστική κριτική προϋποθέτει γνώση του ιστορικού πλαισίου, επίγνωση των αφηγηματικών περιορισμών του κινηματογράφου και σεβασμό στη διάκριση ανάμεσα στην αγιογραφία (=δεν παρουσιάζει τον Καποδίστρια ως
άχρωμο, άφθαρτο, άνευ συγκρούσεων «άγιο», αλλά ως ιστορικό πρόσωπο μέσα σε συγκρούσεις, κόστος και τραγικότητα) και τη δικαιολογημένη ανάδειξη ενός μεγέθους που υπήρξε όντως εξαιρετικό.
Με αυτή την αφετηρία, η απάντηση που ακολουθεί δεν αποσκοπεί στην αντιπαράθεση για την αντιπαράθεση. Στόχος της είναι να αποκαταστήσει το μέτρο ανάμεσα στην κριτική και την προκατάληψη και να υπενθυμίσει ότι, απέναντι σε ορισμένες ιστορικές μορφές, το ζητούμενο δεν είναι η τεχνητή εξίσωση, αλλά η αλήθεια.

Η διατύπωση ενός δημοσιογράφου (Δ.Παναγοπουλος Εφσυν 29/12/25) για την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή μου φαίνεται ατελής, ατεκμηρίωτη και περισσότερο ρητορική παρά ουσιαστικά κριτική. Με γενικόλογες και φτηνές εκφράσεις επιχειρεί να
υποβαθμίσει τον δημιουργό, χωρίς να συνοδεύει τους ισχυρισμούς του με συγκεκριμένα παραδείγματα παραποίησης της ιστορικής πραγματικότητας. Δεν πρόκειται για σοβαρή κριτική θεώρηση, αλλά για προκατειλημμένη άποψη.
Η φράση ότι η ταινία «υπηρετεί την ανάγκη των Ελλήνων να εξιδανικεύουν ιστορικά πρόσωπα» λειτουργεί ως γενίκευση εντυπωσιασμού. Η εξιδανίκευση καθαυτή δεν είναι ελάττωμα, όταν ανταποκρίνεται σε τεκμηριωμένα ιστορικά δεδομένα. Άλλο η
αγιογραφία και άλλο η ανάδειξη ενός προσώπου του οποίου το ήθος, το έργο και οι επιλογές έχουν ήδη κριθεί από την Ιστορία. Ιδίως όταν, στην ίδια δημόσια σφαίρα, έχουν κατά καιρούς εξιδανικευθεί πρόσωπα που όντως παραχάραξαν την ιστορία ή
υπηρέτησαν αλλότριες σκοπιμότητες, χωρίς αυτό να προκαλεί ανάλογη αυστηρότητα.
Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: τι ακριβώς εννοεί ο δημοσιογράφος με τον όρο «κριτική ματιά»; Αν εννοεί αποδόμηση χαρακτήρα, εκ των υστέρων ψυχολογισμό ή εισαγωγή σύγχρονων ιδεολογικών φίλτρων, τότε αυτό δεν αποτελεί ούτε αναγκαίο ούτε
υποχρεωτικό χαρακτηριστικό ενός biopic. Ένα ουσιαστικό biopic δεν οφείλει να εξισορροπεί τεχνητά την ιστορική βαρύτητα με σκιές που δεν τεκμηριώνονται, απλώς για να ικανοποιηθεί μια σύγχρονη αισθητική απομυθοποίησης.
Αντιθέτως, κριτική ματιά υπάρχει ήδη στο ίδιο το έργο, ακριβώς μέσω της συμπύκνωσης. Μέσα σε δύο ώρες και δέκα λεπτά, η ταινία επιχειρεί κάτι εξαιρετικά δύσκολο: να αποδώσει ένα βαρύ, σύνθετο και φωτεινό έργο ζωής, με συγκρούσεις, αντιστάσεις, μοναξιά, πολιτικό κόστος και τελικά τραγική κατάληξη. Η επιλογή των γεγονότων, η οικονομία της αφήγησης και η ανάδειξη της σύγκρουσης ανάμεσα στο όραμα και την πραγματικότητα συνιστούν μορφή ιστορικής και ηθικής κριτικής — όχι εξιδανίκευση.
Η στάση του δημοσιογράφου δείχνει, επιπλέον, άγνοια ή εθελοτυφλία απέναντι στη σημερινή πολιτική και ηθική πραγματικότητα. Σε μια εποχή όπου η κυβερνητική αντιμετώπιση των πολιτών χαρακτηρίζεται από αδυναμία, έλλειψη ικανότητας
και απουσία στιβαρής, ανεξάρτητης διπλωματικής σκέψης, η εύκολη επίκληση της «κριτικής ματιάς» απέναντι στον Καποδίστρια ακούγεται κενή περιεχομένου. Δεν υπάρχει
«αδύνατο» στην πολιτική· υπάρχει έλλειψη βούλησης και ικανότητας. Και ο Καποδίστριας το απέδειξε έμπρακτα. Εντέλει, η κριτική αυτή μοιάζει να προϋποθέτει ότι ένα biopic για
τον Καποδίστρια όφειλε να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό από αυτό που ιστορικά υπήρξε ο ίδιος. Όμως η Ιστορία δεν εξισώνεται για να υπηρετήσει σύγχρονες αφηγηματικές ισορροπίες. Όταν ένα πρόσωπο υπήρξε πράγματι μεγάλο, ασύμβατο με το μέτριο και
τελικά τραγικό, η πιστή κινηματογραφική αποτύπωση αυτού του μεγέθους δεν είναι εξιδανίκευση· είναι σεβασμός στην ιστορική αλήθεια.
Η καλύτερη απάντηση σε μια κραυγαλέα ασύνδετη «κριτική» είναι η νηφάλια απόρριψή της. Κάθε περαιτέρω σημασία που της αποδίδεται, της δίνει αξία που δεν διαθέτει.