Τρίτη, 11 Νοεμβρίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Μια ματιά στο χθες και το σήμερα του Ιράν

Ο Rasoul Namazi είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Duke Kunshan (Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας). Η έρευνά του επικεντρώνεται στη συγκριτική ανάλυση της ισλαμικής και της δυτικής πολιτικής σκέψης. Το βιβλίο του, Leo Strauss and Islamic Political Thought (Cambridge University Press, 2022), απέσπασε το Βραβείο Delba Winthrop για Αριστεία στην Πολιτική Επιστήμη και αποτέλεσε αντικείμενο συμπόσιου στο The Review of Politics. Το έργο αυτό προσφέρει μια ολοκληρωμένη μελέτη των γραπτών του Leo Strauss σχετικά με την ισλαμική πολιτική σκέψη. Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχε με τον Μεταδιδακτορικό Ερευνητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Δρ. Μιχαήλ Θεοδοσιάδη για τα epikaira.gr ξετυλίγει τις σκέψεις του για το χθες και το σήμερα του Ιράν.

 

Μιχαήλ Θεοδοσιάδης: Θα μπορούσατε να συνοψίσετε το διανοητικό και πολιτικό τοπίο του Ιράν μόλις λίγο πριν την Ισλαμική Επανάσταση του 1979;

 

Rasoul Namazi: Το Ιράν έχει διανύσει μια ταραχώδη διανοητική πορεία από το 1979 και έπειτα. Η Επανάσταση ξεκίνησε και οδηγήθηκε στη νίκη με τη συμμετοχή διαφόρων πνευματικών ρευμάτων, των οποίων η επιρροή διαμόρφωσε καθοριστικά το μετα-1979 τοπίο. Παρότι ετερογενή, πολλά από αυτά τα ρεύματα έτειναν προς τα αριστερά. Σε πολλά μέρη του κόσμου εκείνη την εποχή, ο Μαρξισμός καθόριζε τους κυρίαρχους όρους του διαλόγου — και το Ιράν δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Πολλές εξέχουσες μορφές της λογοτεχνίας και της διανόησης ήταν μαρξιστές ή συμμερίζονταν αριστερές ιδέες. Ακόμη και ισλαμιστές στοχαστές αντλούσαν επιλεκτικά στοιχεία από τον Μαρξισμό, προκειμένου να διαμορφώσουν τη δική τους ερμηνεία του Ισλάμ, θεμελιώνοντας έτσι το δικό τους πολιτικό τους εγχείρημα. Διάφορα ιδεολογικά ρεύματα — από τον ισλαμικό μαρξισμό και τη σοβιετικού τύπου μαρξιστική ορθοδοξία έως τον μαοϊσμό και ποικίλες εκδοχές του τριτοκοσμισμού — συνυπήρχαν και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στη διαμόρφωση της Ισλαμικής Δημοκρατίας.

 

Μ.Θ: Πώς αναδιαμόρφωσε η Επανάσταση αυτό το διανοητικό τοπίο;

R.N: Η Επανάσταση υπήρξε το έργο ενός μεγάλου συνασπισμού ιδεολογικών ρευμάτων· ωστόσο, αμέσως μετά τη νίκη της, ένα ρεύμα απέκτησε σαφή υπεροχή: ο ισλαμισμός, όπως διατυπώθηκε από τον Χομεϊνί και τους οπαδούς του. Για τον λόγο αυτόν πολλοί εκπρόσωποι άλλων τάσεων εξακολουθούν να μιλούν για μια «κλεμμένη» Επανάσταση. Με την πάροδο του χρόνου, το πολιτικό πρόγραμμα του Χομεϊνί — η κυριαρχία του Ισλαμικού νόμου — επικράτησε πλήρως και κατοχυρώθηκε στο σύνταγμα του νέου καθεστώτος. Ωστόσο, το διανοητικό αποτύπωμα των άλλων ρευμάτων δεν εξαλείφθηκε ολοκληρωτικά. Στοιχεία όπως ο οικονομικός κρατισμός, το αντιαστικό και αντιφιλελεύθερο πνεύμα, καθώς και η αντιαμερικανική και αντιδυτική ρητορική της Ισλαμικής Δημοκρατίας, δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από κληρονομιά αριστερών ρευμάτων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο εντός του συνασπισμού των επαναστατικών συνιστωσών.

 

Μ.Θ: Πως μετασχημάτισε το διανοητικό τοπίο κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν από την Επανάσταση και έπειτα;

R.N: Ο μετασχηματισμός υπήρξε ριζικός για πολλούς και διάφορους λόγους. Μερικοί από τους σημαντικότερους διανοούμενους απεβίωσαν λίγο πριν ή αμέσως μετά την Επανάσταση. Ενδεικτικά, ο Αλί Σαριατί — ίσως ο πιο επιδραστικός διανοητής της προεπαναστατικής περιόδου — απεβίωσε χωρίς να προλάβει να δει το ισλαμικό καθεστώς που υιοθέτησε πολλές από τις ιδέες του να εδραιώνει την εξουσία του· ενώ ο Μορτεζά Μοταχαρί, εξέχων διανοούμενος και σημαντικός θεολόγος, δολοφονήθηκε μετά την Επανάσταση. Ωστόσο, ο πιο βαθύς ανασχηματισμός λαμβάνει χώρα με την εγκαθίδρυση και μετέπειτα κυριαρχία του ίδιου του ισλαμικού καθεστώτος. Η νέα αυτή πραγματικότητα αναδιαμόρφωσε το τοπίο σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλά από τα προεπαναστατικά διανοητικά εγχειρήματα — τα οποία είχαν αντιταχθεί στον κοσμικό και φιλοδυτικό χαρακτήρα του προηγούμενου καθεστώτος — έχασαν πλέον τη συνάφειά τους. Επιπλέον, το νέο καθεστώς ήταν εγγενώς εχθρικό προς κάθε κοσμική θεωρία· συνεπώς, η διάδοση τέτοιων ιδεών περιορίστηκε δραστικά, ενώ πολλοί κοσμικοί διανοούμενοι εγκατέλειψαν τη χώρα και εξαφανίστηκαν από τη δημόσια ζωή για πολλά χρόνια. Μερικά χρόνια αργότερα, καθώς το καθεστώς παραχώρησε λίγες ελευθερίες και με την ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφόρησης, οι ιδέες τους άρχισαν και πάλι να κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα εκ νέου.

 

Μ.Θ: Μπορείτε να μας περιγράψετε την ιδεολογία του ισλαμικού καθεστώτος;

R.N: Μπορεί κανείς να διακρίνει δύο βασικές όψεις της ιδεολογίας του καθεστώτος. Η πρώτη επηρεάστηκε από τις αριστερές ιδέες ευρέως διαδεδομένες πριν από την Επανάσταση: μια κρατιστική οικονομία, αντιαμερικανικές και γενικότερα αντιαναδυτικές θέσεις, ρητορική υπέρ των χαμηλών στρωμάτων και εθνικοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η δεύτερη θεμελιώδης πτυχή ήταν η ισλαμιστική διδασκαλία που ανέπτυξε ο Χομεϊνί. Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι πριν από την Επανάσταση, ενώ βρισκόταν στην εξορία, ο Χομεϊνί είχε διαμορφώσει μια πολιτική διδασκαλία βασισμένη στη σιιτική θεολογία και σκέψη, η οποία ήταν αρκετά μοναδική· ακόμη και μεταξύ των θρησκευτικών μελετητών δεν αποτελούσε τη γνώμη της πλειοψηφίας. Μετά την Επανάσταση αυτή η διδασκαλία ενσωματώνεται πλήρως στο κρατικό νομικό οπλοστάσιο. Φαίνεται ότι λίγοι ήταν εξοικειωμένοι με τις προσεγγίσεις του Χομεϊνί, οι οποίες ήταν περιθωριακές, και δίχως ιδιαίτερα διάδοση εντός του επαναστατικού κινήματος. Υπήρχαν μόνο ασαφείς ιδέες για μια ισλαμική κυβέρνηση, την κυριαρχία του Ισλάμ και τη δημοκρατία. Έτσι, η διδασκαλία του Χομεϊνί φαινόταν να εμφανίζεται ξαφνικά, «εκ του μηδενός».

Μ.Θ: Μπορείτε να αναφέρεται συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας του Χομεϊνί;

R.N: Συνοπτικά, ο Σιιτισμός αποτελεί μειονοτικό ρεύμα του Ισλάμ, σε αντίθεση με το Σουνιτικό Ισλάμ. Οι Σιίτες αντιπροσωπεύουν περίπου το 10–13% του παγκόσμιου μουσουλμανικού πληθυσμού. Στο Ιράν, ο Σιιτισμός είναι η κυρίαρχη θρησκευτική παράδοση. Στο πλαίσιο των δώδεκα διδασκάλων του Σιιτισμού βλέπουμε όλοι οι θρησκευτικοί λόγιοι να συνδέονται άμεσα με το ισλαμικό δίκαιο (fuqahā) και να κατέχουν de facto εξουσία ως νομικοί και ως πνευματικοί καθοδηγητές, τους οποίους οι λαϊκοί οφείλουν μιμούνται στις θρησκευτικές τους πρακτικές. Η επιρροή τους διαφέρει από περίοδο σε περίοδο και άτομο σε άτομο, αλλά όλοι συλλογικά έχουν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής των σιιτικών κοινοτήτων. Στο πολιτικό πεδίο, οι περισσότεροι νομικοί υποστήριζαν μια «ησυχαστική» ή περιορισμένη άποψη για την κληρική εξουσία. Ωστόσο, ένας νομικός του 19ου αιώνα, ο Μουλλά Αχμάντ Ναράκι (†1829), είχε μια περιθωριακή ιδέα για τον ρόλο των σιιτών θρησκευτικών αρχών: πίστευε ότι οι κληρικοί δεν έπρεπε να περιορίζονται σε καθαρά θρησκευτικά καθήκοντα, αλλά να έχουν και πολιτική εξουσία. Αυτή η άποψη ήταν μειονοτική και λίγοι λόγιοι τη συμμερίζονταν. Παράλληλα, προκαλούσε έντονη αντιπαράθεση στους κύκλους των σιιτών επιστημόνων. Ο Χομεϊνί, όμως, συστηματοποίησε και ριζοσπαστικοποίησε αυτή τη διδασκαλία στις διαλέξεις του στο Νατζάφ το 1970, ενώ βρισκόταν στην εξορία, Υποστήριζε ότι οι κατάλληλα καταρτισμένοι νομικοί θα έπρεπε να ασκούν πολιτική και θρησκευτική εξουσία επί των Μουσουλμάνων. Αυτή ήταν η πολιτική διδασκαλία που ενσωματώθηκε στο σύνταγμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας μετά την Επανάσταση, διαμόρφωσε όλες τις πτυχές του νέου καθεστώτος.

 

Μ.Θ: Σε πρόσφατες μελέτες μου ισχυρίζομαι ότι το καθεστώς Χομεϊνί βασίζεται στην ιδέα ότι ο ανθρώπινος νους έχει την ικανότητα να κατανοήσει και να εφαρμόσει πλήρως τη θεία βούληση. Ο Χομεϊνί στην ουσία είναι ένας Πλατωνικός «φιλόσοφος βασιλέας», καθώς ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί τον al-insān al-kāmil (τέλειο άνθρωπο). Ο Πλάτων υποστήριζε ότι ένας «Μεγάλος Νομοθέτης» πρέπει να διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα κατ’ εικόνα του θεϊκού λόγου. Όπως ισχυρίζεται ο Hamid Dabashi, αυτή είναι η εκδοχή του φιλόσοφου-βασιλέα όπως την σκιαγραφεί η σκέψ του al-Fārābī, πάνω στην οποία (υποτίθεται) θεμελιώνεται η θεοκρατία του Χομεϊνί.

 

R.N: Αυτή είναι μια καλή ερώτηση, αλλά πολύπλοκη. Η συζήτηση επικεντρώνεται στις ρίζες της διδασκαλίας του Χομεϊνί. Μια επιδραστική άποψη τονίζει το σιιτικό νομικό υπόβαθρο και αντιμετωπίζει τη θεωρία του ως μια εξέλιξη ιδεών που ήδη υπήρχαν στην παράδοση αυτή. Ο ίδιος Χομεϊνί υποστηρίζει ότι μόνο ένας ηγέτης πλήρως καταρτισμένος στο ισλαμικό δίκαιο, τη Sharīʿa, μπορεί να εφαρμόσει νόμους σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων. Κανείς δεν είναι πιο κατάλληλος από τους νομικούς (fuqahā) για να εφαρμόσει τον ισλαμικό νόμο. Την άποψη αυτή τη στηρίζει με ḥadīth, αναφορές στους Σιίτες Ιμάμηδες που θα πρέπει να εκχωρούν μια μορφή εξουσίας στους νομικούς. Ωστόσο, η εγκυρότητα και η ερμηνεία αυτών των στοιχείων αμφισβητείται και η έκτασή τους δεν είναι σαφής. Μια δεύτερη εκδοχή μιλά για την ενασχόληση του Χομεϊνί με τη μυστικιστική σκέψη του Ibn ʿArabī, και ειδικά στην έννοια του al-insān al-kāmil ως μεταφυσικού άξονα του κόσμου. Κατά αυτήν την ανάγνωση, ο Φύλακας-Νομοθέτης ενσαρκώνει αυτόν τον ρόλο, και η πολιτική θεωρία αναπτύσσεται από μια μυστικιστική ανθρωπολογία. Το αν αυτές οι προσεγγίσεις ευθυγραμμίζονται με τον Πλάτωνα και τον al-Fārābī αποτελεί επιπλέον ερώτημα, καθώς πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ούτε ο Πλάτων ούτε ο al-Fārābī ενέκριναν τις υπερλογικές γνωσιολογικές απαιτήσεις που συνδέονται με τους μυστικιστές.

 

Μ.Θ: Η έρευνά σας εξετάζει τόσο τις κοσμικές όσο και τις θρησκευτικές διαστάσεις της εξουσίας του Χομεϊνί. Μπορείτε να εξηγήσετε πώς αυτές οι διαστάσεις αλληλοεπιδρούν και μερικές φορές συγκρούονται;

 

R.N: Στη σκέψη του Χομεϊνί συναντάμε σημαντικές αλλαγές μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Πριν από την Επανάσταση, τα γραπτά και οι ομιλίες του είχαν κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα, βασισμένα σε νομική επιστήμη και θεολογική σκέψη. Ωστόσο, η εμπειρία της άσκησης πραγματικής διακυβέρνησης ανέδειξε τα πρακτικά όρια της προηγούμενης διδασκαλίας του και προκάλεσε μια σταδιακή αναθεώρηση που, κατά τη γνώμη μου, την απομακρύνει από τα αρχικά της θρησκευτικά θεμέλια. Το κεντρικό του επιχείρημα για την αναγκαιότητα ενός Φύλακα-Νομοθέτη ήταν η ορθή εφαρμογή της ισλαμικής νομοθεσίας (sharīʿa). Ωστόσο, όταν βρέθηκε στην εξουσία, αναγνώρισε όλο και περισσότερο τις εντάσεις μεταξύ των απαιτήσεων της πολιτικής διακυβέρνησης και των επιταγών της sharīʿa. Σε απάντηση, κατέληξε να αποδεχθεί—πολύ αμφιλεγόμενα—τη νομιμότητα της αναστολής ή της υπέρβασης ορισμένων στοιχείων της ισλαμικής νομοθεσίας όταν το απαιτούσαν τα «συμφέροντα του ισλαμικού κράτους» (maṣlaḥat-e nezām). Αυτό σηματοδοτεί μια καθοριστική στροφή: το πολιτικό υπερισχύει του νομικού και θεολογικού. Από αυτήν την οπτική, η μεταγενέστερη σκέψη του Χομεϊνί τείνει προς μια σαφώς πολιτική, ακόμη και κοσμική, λογική εξουσίας—μια λογική που δύσκολα μπορεί να συμφιλιωθεί με τη θρησκευτική διδασκαλία.

 

Μ.Θ: Πώς οι δυτικές πολιτικές θεωρίες—και ιδιαίτερα αυτές στοχαστών όπως ο Leo Strauss—βοηθούν στην κατανόηση της σύγχρονης ιρανικής πολιτικής σκέψης;

 

R.N: Όσον αφορά τον Leo Strauss, πάνω στον οποίο έχω δουλέψει εκτενώς, θα έλεγα ότι η σημασία που δίνει στη θρησκεία είναι καθοριστική για την κατανόηση κοινωνιών όπως του Ιράν, όπου η θρησκεία εξακολουθεί να παίζει σημαντικό πολιτικό και πολιτισμικό ρόλο—κάτι που δεν συναντάμε πλέον στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Με κάποιο τρόπο, ο Strauss καθιστά δυνατή την επανεκτίμηση της θρησκείας ως σοβαρού παράγοντα στην πολιτική. Πιστεύω ότι στη Δύση, τουλάχιστον από τη Γαλλική Επανάσταση και έπειτα, η σωστή κατανόηση της σχέσης πολιτικής και θρησκείας έχει συρρικνωθεί σημαντικά, για ευνόητους λόγους: τα σύγχρονα καθεστώτα ιδρύθηκαν σε μεγάλο βαθμό για να υπερβούν αυτό που ο Strauss αποκαλεί «θεολογικό-πολιτικό πρόβλημα». Το εγχείρημα αυτό υπήρξε τόσο επιτυχές, στο βαθμό που η ίδια η συνειδητοποίηση του προβλήματος έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί από τις σύγχρονες ακαδημαϊκές προσεγγίσεις.

 

Μ.Θ: Υπάρχουν πνευματικά ρεύματα στο σύγχρονο Ιράν που θεωρείτε ότι δεν τους δίνεται ή πρέπουσα σημασία διεθνώς;

 

R.N: Θα έλεγα ότι η πολιτική σκέψη στο μεταεπαναστατικό Ιράν παραμένει σχετικά ανεπαρκώς μελετημένη. Υπάρχει σημαντική βιβλιογραφία από κοινωνιολογική και ιστορική σκοπιά για αυτήν την περίοδο, η οποία θα μπορούσε να συμπληρωθεί από μελέτες πολιτικής θεωρίας. Στην πραγματικότητα, η συστηματική μελέτη της μεταεπαναστατικής πολιτικής σκέψης στο Ιράν αποτελεί ένα ζωντανό και ακόμα ανεξερεύνητο πεδίο, που εμπλουτίζει τη συγκριτική και τη μη-δυτική πολιτική θεωρία.

 

Μ.Θ: Έχουν συμβάλει νέοι Ιρανοί λόγιοι και ακτιβιστές στον επαναπροσδιορισμό της εγχώριας πολιτικής σκέψης;

 

R.N: Ο Hegel είχε πει ότι «η κουκουβάγια της Αθηνάς πετάει μονάχα το σούρουπο». Η φράση αυτή ορισμένες ερμηνεύεται ως εξής: η κατανόηση των ιστορικών γεγονότων έρχεται μόνο αφού μια εποχή ολοκληρωθεί. Πιστεύω ότι αυτό ισχύει και για την κατανόηση της πολιτικής σκέψης των Ιρανών στοχαστών τα τελευταία 40–50 χρόνια από τους σύγχρονους μελετητές. Δεν είναι προφανές αν έχει περάσει αρκετός χρόνος ώστε να αποκτήσουμε μια σαφή εικόνα αυτών των στοχαστών. Ίσως όχι. Κάποιοι από αυτούς είναι ακόμη εν ζωή, και πολλοί από τους μελετητές που ασχολούνται με αυτές τις προσωπικότητες είναι οι σύγχρονοί τους, έχουν βιώσει οι ίδιοι πολλά από τα γεγονότα και συχνά έχουν ήδη σχηματίσει πολύ συγκεκριμένες κρίσεις για τον χαρακτήρα, το προφίλ και τον ιστορικό ρόλο των στοχαστών αυτών. Αυτοί οι παράγοντες ενδέχεται να προκαλούν στρεβλώσεις στην κατανόηση αυτών των προσωπικοτήτων. Από την άλλη, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο χρόνος που έχει περάσει να είναι όντως αρκετός: σταδιακά απομακρυνόμαστε από αυτούς τους στοχαστές. Αρκετοί από αυτούς έχουν αποβιώσει. Αυτό που επίσης με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας περιόδου—μιας περιόδου που μπορεί να μας προετοιμάσει να κατανοήσουμε καλύτερα αυτήν την εποχή—είναι ότι μάλλον αντιμετωπίζουμε δυσκολία στην ανάδειξη νέων διανοούμενων ηγετών. Η πολιτική κατάσταση στο Ιράν φαίνεται πως αλλάζει θεμελιωδώς.

 

Μ.Θ: Πώς συγκρίνεται το Ιρανικό καθεστώς με άλλα παρόμοια στη Μέση Ανατολή;

 

R.N: Από την εμπειρία μου, αυτό που ξεχωρίζει το Ιράν από άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή είναι ότι έχει πράγματι βιώσει κάτι για το οποίο πολλοί στοχαστές της περιοχής μάχονται εδώ δίχως να το έχουν ζήσει άμεσα—δηλαδή, μια ισλαμική κυβέρνηση. Αυτή η σε μεγάλο βαθμό αρνητική εμπειρία έχει ασκήσει σαφή επίδραση στους Ιρανούς διανοούμενους και στην αυτοαντίληψή τους, κάτι που συχνά δεν παρατηρείται στους μη-Ιρανούς στοχαστές.

 

Μ.Θ: Με το βλέμμα στο μέλλον: ποια διανοητικά ρεύματα ή πολιτικά κινήματα πιστεύετε ότι θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη χώρα;

 

R.N: Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Η απάντηση εξαρτάται ίσως από το πώς βλέπει κανείς το μέλλον. Συχνά υποθέτουμε ότι ξέρουμε πώς θα είναι το μέλλον. Για παράδειγμα, η κυρίαρχη θέλει τις κοινωνίες να γίνονται όλο και λιγότερο θρησκευτικές, περισσότερο επικεντρωμένες στις οικονομικές δραστηριότητες, στο εμπόριο και στην τεχνολογία, πιο κοσμοπολίτικες και πολιτισμικά πιο αναμεμειγμένες. Υπό το πρίσμα αυτό, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι πολιτικές δοξασίες λιγότερο θρησκευτικές, λιγότερο εθνικιστικές, λιγότερο αριστερές και περισσότερο υπέρ της παγκοσμιοποίησης, θα βρουν ώτα εύηκοα στην Ιρανική κοινωνία. Ωστόσο, αρκετοί υποστηρίζουν ότι το μέλλον είναι εντελώς απρόβλεπτο, οπότε ίσως δούμε έναν κόσμο πιο εθνικιστικό, λιγότερο παγκόσμιο, οικονομικά κοινοτιστικό και πιο θρησκευτικό. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολιτικές ιδέες που εκφράζουν αυτές τις τάσεις θα γίνουν πιο ισχυρές. Με άλλα λόγια, η επιρροή τους εξαρτάται από την κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Η πολιτική θεωρία διαμορφώνει τις κοινωνίες, αλλά ταυτόχρονα επηρεάζει και από τα γεγονότα και τις αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτές.