Τρίτη, 2 Δεκεμβρίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Κωνσταντίνος Άννινος: Φωτογραφίζοντας το κρυφό και το ανοίκειο μεταξύ Ινδίας και Ελλάδας

Του Κώστα Ιωαννίδη- Αναπληρωτής Καθηγητής Θεωρίας και Κριτικής της Τέχνης
Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας

Υπάρχουν ενδιαφέροντες άνθρωποι που έζησαν ανάμεσα σε κόσμους (υπήρξαν δηλαδή
πραγματικά κοσμοπολίτες) και ίσως ακριβώς γι’ αυτό κατάφεραν να τους γεφυρώσουν. Ένας από αυτούς ήταν ο Κωνσταντίνος Άννινος, ένας ελάχιστα γνωστός ερασιτέχνης φωτογράφος των αρχών του 20ού αιώνα. Ήταν Έλληνας της διασποράς που μοιράστηκε τη ζωή του ανάμεσα στην Καλκούτα της Ινδίας, την Αγγλία και την Ελλάδα, και που με τη μηχανή και την πένα του προσπάθησε να περιγράψει πολιτισμούς που μοιάζει να καταλαβαίνει καλά επειδή κρατά απ’ αυτούς μια απόσταση. Τους περιγράφει με τη ματιά ενός (σχεδόν) ξένου.
Ο Άννινος γεννήθηκε μεταξύ 1860-1870 στην Κεφαλονιά (περιοχή Ελειού) όπου πήγε σχολείο. Ελάχιστα πράγματα ξέρουμε γι’ αυτόν, ουσιαστικά αυτά που ο ίδιος μας λέει στα άρθρα που δημοσιεύσει σε ελληνικά έντυπα όταν στις πρώτες δεκαετίες πλέον του 20ου αιώνα ζει μόνιμα στην Καλκούτα. Δεν ήταν επαγγελματίας φωτογράφος. Ήταν υπάλληλος της θρυλικής εταιρείας των Αδελφών Ράλλη, της ισχυρής εμπορικής οικογένειας που κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος του εμπορίου της βρετανικής Ινδίας. Πληροφορίες για τη ζωή των Ελλήνων που δραστηριοποιούνταν στα παραρτήματά της στην Ινδία κι είχαν καταγωγή κυρίως από την Κεφαλονιά και τη Χίο μπορεί κανείς να αντλήσει από το βιβλίο της Διώνης Μάρκου-Ντόντη, Το χρονικό των Ελλήνων στις Ινδίες 1750-1950 που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε προσωπικές εμπειρίες της συγγραφέως.
Ο Άννινος όπως και οι υπόλοιποι υπάλληλοι στον διεθνή εμπορικό οίκο των Ράλληδων, πριν
βρεθεί στην Ινδία, μυήθηκε στον κόσμο του εμπορίου στα γραφεία της επιχείρησης στο
Μάντσεστερ. Στην Καλκούτα η εταιρεία εμπορευόταν γιούτα, ρύζι και μπαχαρικά. Η καθημερινή ζωή των στελεχών της υποτασσόταν σε μια αυστηρή ρουτίνα παρόμοια με εκείνη των Βρετανών: πρωινή ιππασία, γραφείο γύρω στις 10, λέσχη το απόγευμα. Στον ελεύθερο χρόνο του ο Άννινος περιδιάβαινε με ένα ποδήλατο και μια κάμερα τις όχθες των ποταμιών, τις φυτείες τσαγιού και τα χωριά στους πρόποδες των Ιμαλαΐων κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Κι όταν επέστρεφε στην Ελλάδα κάποια καλοκαίρια, ξανάπιανε τη μηχανή του για να απαθανατίσει αυτή τη φορά το ελληνικό τοπίο, από την Κεφαλονιά έως την Πελοπόννησο.
Το φωτογραφικό έργο του θα είχε εντελώς χαθεί, αν δεν δημοσίευε κάποιες εικόνες του στο
Εθνικόν Ημερολόγιον του Κ. Σκόκου μεταξύ 1905 και 1912. Εκεί, μέσα σε λίγες σελίδες κάθε χρόνο, έστηνε με τις εικόνες και τα συνοδευτικά τους κείμενα ένα διάλογο ανάμεσα στην Ανατολή και την Ελλάδα—έναν διάλογο που απηχούσε την προσωπική του προσπάθεια να κατανοήσει τον «άλλο», αλλά και να μεταδώσει αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως την ουσία δύο τόπων και δύο πολιτισμών.
Ένας άνθρωπος που έμεινε ξένος

Ο Άννινος ζώντας τη ζωή που έζησε, όπου κι αν πήγαινε, παρατηρούσε και καταλάβαινε τα πράγματα και σαν εσωτερικός και σαν εξωτερικός παρατηρητής. Αναπόφευκτα βέβαια διαφορετική ήταν η ματιά των ντόπιων πάνω του. Στην Ινδία τον έβλεπαν ως Ευρωπαίο· στην Ευρώπη ως Ανατολίτη· στην Ελλάδα ως «Ρωμιό της ξενιτιάς». Αυτή η αίσθηση του μη ανήκειν αλλά και η αναγνώριση της προνομιακότητας της θέσης αυτού που δεν ανήκει κάπου ήταν τελικά η θεωρητική και μεθοδολογική σταθερά της ματιάς του. Δεν αντιμετώπισε ποτέ τους Ινδούς και τους Έλληνες με βάση κατηγορίες δεδομένες εκ των προτέρων. Αντίθετα, τους παρατηρούσε με μια διπλή ματιά: από μέσα και απ’ έξω ταυτόχρονα. Αυτή η απόσταση τού επέτρεπε να βλέπει πράγματα που οι ντόπιοι συχνά αγνοούσαν αλλά και να αισθάνεται την ανάγκη να τα μεταφράσει στους αναγνώστες του.

Η φωτογραφία ως μαρτυρία
Για τον Άννινο η φωτογραφία δεν ήταν απλώς τεχνική· ήταν εργαλείο γνώσης της πραγματικότητας. Δραστήριο μέλος της Φωτογραφικής Εταιρείας της Ινδίας με σημαντική
αρθρογραφία στο αγγλόφωνο περιοδικό της και κάτοχος πολλών βραβείων, γνώριζε καλά τις
διεθνείς καλλιτεχνικές συζητήσεις της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, όταν φωτογράφιζε την
καθημερινότητα στην Ινδία ή την Ελλάδα, προτιμούσε μια αισθητική σχεδόν τεκμηριωτική,
χωρίς τεχνικές ακροβασίες που συνηθίζονταν εκείνη την εποχή, χωρίς καμία επιτήδευση. Ιδίως όταν στόχευε αυτό που θεωρούσε φυσικό ή αυθόρμητο, τα παιδιά, τους βοσκούς, τις γυναίκες των χωριών. Έγραφε μάλιστα χαρακτηριστικά ότι τα παιδιά δεν πρέπει να τα ποζάρεις, γιατί γίνονται «ξύλινες κούκλες».

Η Ελλάδα με την απόσταση ενός Έλληνα της διασποράς
Αν η Ινδία αποτελούσε για τον Άννινο το εξωτικό ανοίκειο ιδωμένο, ωστόσο, όσο γίνεται από
μέσα, η Ελλάδα ήταν συχνά το κρυφό ή κρυμμένο. Απευθυνόταν κυρίως σε Έλληνες της
διασποράς που, όπως κι εκείνος, είχαν μάθει να ζουν σε κοσμοπολίτικες μεγαλουπόλεις αλλά δεν γνώριζαν την ελληνική επαρχία. Τους καλεί να δουν την Ελλάδα μακριά από τις προκαταλήψεις του κοσμοπολιτισμού τους. Ο Άννινος αναγνωρίζει λοιπόν ότι οι προκαταλήψεις δεν βαραίνουν μόνο την αντίληψη του απομονωμένου από τα κέντρα επαρχιώτη. Γι’ αυτό οι περιγραφές του όπως και οι φωτογραφίες του από την Πελοπόννησο ή την Κεφαλονιά παραπέμπουν σε ένα είδος καλοπροαίρετης έκπληξης απέναντι στο θέμα του, τοπία κι ανθρώπους, ανθρώπους μιας φύσης ανόθευτης.

Γλώσσα και φωτογραφία: δύο «διάφανα» εργαλεία
Όπως χρησιμοποιεί τη φωτογραφία για να καταγράψει την πραγματικότητα χωρίς αχρείαστους καλλωπισμούς, έτσι και στη γραφή του επιλέγει σταθερά τη δημοτική γλώσσα και συγκεκριμένα μια εκδοχή της μετρημένη, όχι πολεμική, όχι ακραία κι εξεζητημένη όπως ήταν συχνά η γλώσσα των μαχητικών δημοτικιστών της εποχής. Φαίνεται ότι η δημοτική για εκείνον ήταν το διαφανές μέσο — ένα μέσο που δεν βουτά την πραγματικότητα στη ρητορική, αλλά την αφήνει να μιλήσει μόνη της. Η γλώσσα του, όπως και η φωτογραφική του ματιά, επιχειρεί να αποσυρθεί ώστε να αφήσει χώρο στο αντικείμενο να αποκαλυφθεί.

Η παρακαταθήκη ενός ανθρώπου του μεταίχμιου

Ο Κωνσταντίνος Άννινος με βάση τα λίγα υπάρχοντα στοιχεία θα πρέπει να πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αφήνοντας πίσω του ένα έργο με μικρό σωζόμενο όγκο αλλά μεγάλο ενδιαφέρον. Με τις εικόνες και τα κείμενά του κατέγραψε την καθημερινότητα δύο τόπων, της Ελλάδας και της Ινδίας αφήνοντάς μας να πάρουμε μια ιδέα για το πώς είναι να ζεις μέσα και ανάμεσά τους, να βλέπεις σαν ξένος, να νοσταλγείς σαν ντόπιος και να αφηγείσαι σαν κάποιος που ξέρει ότι η αλήθεια προϋποθέτει ταυτόχρονα απόσταση και ταύτιση.