Του Σάββα Παυλίδη
Σε μια περίοδο πολιτικής πίεσης και κοινοβουλευτικών αναταράξεων, η κυβέρνηση επιλέγει να «επενδύσει» επικοινωνιακά στην οικονομία, αναδεικνύοντάς την ως πεδίο θετικών εξελίξεων και βασικό εργαλείο άμυνας απέναντι στην κριτική. Ωστόσο, η πραγματικότητα, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σκιαγραφεί μια εικόνα με περισσότερες προκλήσεις από όσες αφήνει να φανεί το Μέγαρο Μαξίμου.
Η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτάξει την οικονομική ατζέντα –ιδίως μέσα από τον νέο αναπτυξιακό νόμο και την επικείμενη λειτουργία του Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου– δεν είναι τυχαία. Σε μια συγκυρία όπου η πολιτική αντιπαράθεση οξύνεται, με αιχμή την υπόθεση των Τεμπών και τις διαδικασίες για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, η κυβέρνηση επιδιώκει να δείξει πως προχωρά αταλάντευτα σε θεσμικές και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Το μήνυμα που επιχειρείται να σταλεί είναι διπλό: αφενός, η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται, αφετέρου, η χώρα χτίζει πλέον σύγχρονες υποδομές στους τομείς της ψηφιοποίησης, της ενέργειας και της πράσινης μετάβασης – μέσα από επενδύσεις που το κράτος φιλοδοξεί να πυροδοτήσει συμμετέχοντας με στρατηγικό ρόλο.
Την αισιοδοξία αυτή, ωστόσο, ήρθε να προσγειώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η Κομισιόν δεν χαρίζεται στην ελληνική κυβέρνηση, εντοπίζοντας σειρά διαρθρωτικών προβλημάτων που απειλούν την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Σημαντικό είναι επίσης το χαμηλό σκορ που δίνει η Κομισιόν στην Ελλάδα στον δείκτη κοινωνικής σύγκλισης, γεγονός που υπονομεύει το αφήγημα της σταθερής προόδου σε όλα τα επίπεδα.
Στο εσωτερικό, οι δημοσκοπήσεις σκιαγραφούν ένα σκηνικό δυσαρέσκειας. Στην δημοσκόπηση της ALCO για τα ”Επίκαιρα”, μεγάλο μέρος των πολιτών εμφανίζεται απογοητευμένο από τις επιδόσεις της κυβέρνησης στον οικονομικό τομέα, θεωρώντας την υπεύθυνη για το αυξημένο κόστος ζωής και απορρίπτοντας σε ποσοστό άνω του 65% τη ρητορική περί «εξωγενών παραγόντων».
Το γεγονός ότι μόλις το 24% των ερωτηθέντων αναγνωρίζει βελτίωση στην προσωπική του οικονομική κατάσταση από το 2019 μέχρι σήμερα, καταδεικνύει πως το αφήγημα επιτυχίας του οικονομικού μοντέλου δεν βρίσκει αποδοχή σε ευρεία κοινωνικά στρώματα.
Η κυβέρνηση ποντάρει στην εικόνα μακροοικονομικής σταθερότητας για να διατηρήσει πολιτικά ερείσματα, σε μια χρονική περίοδο γεμάτη αβεβαιότητες. Όμως, η πίεση από την Κομισιόν, σε συνδυασμό με την κοινωνική κόπωση και την υποχώρηση της εμπιστοσύνης, καθιστούν σαφές πως η πραγματική πρόκληση δεν είναι η διαχείριση του αφηγήματος, αλλά η αλλαγή των δομικών όρων του παιχνιδιού.