Δρ. Μιχαήλ Θεοδοσιάδης – Λέκτορας Πολιτικών Επιστημών, University of Kurdistan
Hewlêr (UKH)
Παρότι ένα σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, η ελληνική εξωτερική
πολιτική έχει περιορίσει σημαντικά τη δράση της σε πρωτοβουλίες που φαινομενικά θα
μπορούσαν να καταστήσουν τη χώρα πιστή σύμμαχο του δυτικού μπλοκ. Ωστόσο, η
υπερβολική αυτή εστίαση έχει οδηγήσει σε παραμέληση άλλων παικτών και ευκαιριών στη Μέση Ανατολή, με συνέπεια οι περισσότερες δράσεις να είναι απλώς συγκυριακές και αποσπασματικές πρωτοβουλίες μικρής εμβέλειας. Για
παράδειγμα, το 2016 άνοιξε γενικό ελληνικό προξενείο στην περιοχή
των Αρβήλων (Erbil) του Ιρακινού Κουρδιστάν. Παρ όλα αυτά, η
πολιτική βούληση για τη δημιουργία περαιτέρω συνδέσεων με την περιοχή φαίνεται να
απουσιάζει.
Μόλις το 2023 αναπτύχθηκαν εκπαιδευτικά προγράμματα και ευρύτερες συνεργασίες
μεταξύ κουρδικών πανεπιστημιακών φορέων του Ιράκ και ελληνικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης ή Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Ωστόσο, την ανάληψη δράσεων για την εδραίωση τέτοιων συνεργασιών αναλαμβάνουν κυρίως μη κρατικοί φορείς, με τα επίσημα όργανα της εξωτερικής πολιτικής να μην είναι σε θέση να συνεισφέρουν τα μέγιστα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι συνεργασίες αυτές να μη στερούνται σταθερότητας και συνέπειας και να βρίσκονται στο έλεος εσωτερικών πολιτικών αποφάσεων του εκάστοτε ιδρύματος. Με άλλα λόγια απαιτείται ένας κοινός θεσμικός άξονας διακρατικών συμφωνιών εντός των οποίων θα μπορούσαν να βασιστούν πρωτοβουλίες για την εδραίωση συμφωνιών με κοινά οφέλη.
Ιστορικές ασυνέχειες και κυβερνητικές εναλλαγές
Η ελληνική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή χαρακτηρίζεται από έντονες
διακυμάνσεις ανάλογα με τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Κατά την προεδρία του
Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974–1980), καλλιεργήθηκε η ιδέα του
«ευρωπαϊκού προσανατολισμού» της χώρας και της ενσωμάτωσης στην ΕΟΚ, με
γνώμονα την πεποίθηση ότι η ασφάλεια θα διασφαλιστεί μέσω δυτικών
θεσμών. Η Μέση Ανατολή έμεινε σε δεύτερο πλάνο. Την περίοδο του Ανδρέα
Παπανδρέου (1981–1989, 1993–1996), εισίχθη μια πιο «ανεξάρτητη»
πολιτική, η οποία αποσκοπούσε σε προσέγγιση με κράτη όπως η Συρία,
η Λιβύη και το Ιράκ, αλλά και μη κρατικούς δρώντες όπως η PLO. Αυτή η στροφή
προσέφερε κύρος στον αραβικό κόσμο, δημιούργησε ωστόσο τριβές με την
ΕΟΚ ενώ τα οφέλη της είναι αμφισβητήσιμα, καθώς οι συγκεκριμένοι πολιτικοί φορείς
με τους οποίους επιχειρείται να συγκροτηθεί μια γραμμή σύμπλευσης δεν ήταν
αναγκαστικά παράγοντες σταθερότητας και αξιοπιστίας. Τη δεκαετία του 1990, οι
πόλεμοι στον Κόλπο, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχαν
ως αποτέλεσμα την πλήρη προσκόλληση της χώρας στο ευρωπαϊκό συγκείμενο. Έτσι, η Μέση Ανατολή βγήκε εκτός κάδρου. Το 2020 μια αμφιλεγόμενη συμφωνία διευθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο παρουσιάζεται παρουσιάστηκε ως επιτυχία, ενώ από την περίοδο 2023 και έπειτα σκιαγραφούνται οι συνεχόμενες ήττες και απομόνωση της χώρας, με το αποτύπωμα της Τουρκίας να ενισχύεται εντός των δυτικών συμμαχιών, οδηγώντας την ελληνική εξωτερική πολιτική σε πλήρη κατάρρευση.
Ενώ το Ισραήλ έχει επενδύσει σε σχέσεις με μη κρατικούς δρώντες και οργανώσεις, οι
Έλληνες υπουργοί αρνούνται πεισματικά να εκμεταλλευτούν τις δυναμικές που
αναπτύσσουν οι συγκεκριμένοι παράγοντες. Σε γενικές γραμμές, η ελληνική πολιτική
παραμένει όμηρος μιας δυσλειτουργικής διαχείρισης και ακραία μονοδιάστατης ή κρατικοκεντρικής λογικής. Η περίπτωση των Κούρδων είναι χαρακτηριστική. Παρά το
γεγονός ότι το Κουρδικό Περιφερειακό Κράτος στο Ιράκ (Kurdish Region of Iraq)
αποτελεί αναγνωρισμένο και κρίσιμο παράγοντα στη Μέση Ανατολή, η Αθήνα συνεχίζει
να αγνοεί τον καθοριστικό γεωστρατηγικό του ρόλο. Η αργοπορημένη αναβάθμιση του
ελληνικού γραφείου προξενείου στο Ερμπίλ (2016) καταδεικνύει αυτή την ευκαιριακή
προσέγγιση. Απωλέσθη η δυνατότητα η Ελλάδα να αποκτήσει έναν σταθερό περιφερειακό σύμμαχο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην τουρκική επιρροή.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο έφερε ξανά τη Μέση Ανατολή στο επίκεντρο της ελληνικής διπλωματίας. Η δημιουργία του EastMed Gas Forum (με Κύπρο, Αίγυπτο, Ισραήλ, Ιταλία, Ιορδανία και Παλαιστινιακή Αρχή), η σύσφιγξη των τριμερών συνεργασιών Ελλάδας–Κύπρου–Αιγύπτου ή Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, και το ενδιαφέρον της Ινδίας για τα ευρωπαϊκά λιμάνια, συνηγορούν σε μια πιο ενεργητική στάση. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή παραμένει αβέβαιη δεδομένης της εξωτερικής απομόνωσης της χώρας και την παράκαμψή της από τους βασικούς εμπνευστές αυτών των διακρατικών συμφωνιών.
Δομικοί περιορισμοί και ιδεολογικές αγκυλώσεις
Η απουσία της Ελλάδας από τη Μέση Ανατολή μπορεί να εξηγηθεί και από ενδογενείς παράγοντες, όπως η έλλειψη μόνιμων θεσμών στρατηγικού σχεδιασμού αφήνει την εξωτερική πολιτική στα χέρια του εκάστοτε πρωθυπουργού ή υπουργού εξωτερικών, και η ευρέως διαδεδομένη εικόνα της Ελλάδας ως «χώρα μικρής» και «ανίσχυρης». Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, οι ρίζες του προβλήματος μπορούν να αναζητηθούν στα βασικά ιδεολογικά θεμέλια πάνω στα οποία βασίστηκε το επίσημο δόγμα του νεοελληνικού κράτους. Πρόκειται για τη διαρκή υποτίμηση του ελληνικού στοιχείου έναντι του δυτικού. Εν ολίγοις, οι νεοελληνικές ελίτ, ανεξαρτήτως ιδεολογικού μανδύα και εποχής, καλλιεργούν συστηματικά την ιδέα μιας Ελλάδας η οποία έχει άμεση ανάγκη τη δυτική καθοδήγηση για να υπερβεί όλες τις εσωτερικές της παθογένειες. Η μετα- αποικιοκρατική αυτή νοοτροπία μεταφράζεται στην εξωτερική πολιτική ως ανάγκη πλήρους εναρμόνισης με τη δύση, καλλιεργώντας την εξιδανίκευση του δυτικού κόσμου. Έτσι, οι επίσημοι φορείς να αγνοούν τη σημασία μιας πολυδιάστατης δράσης σε περιοχές οι οποίες παρότι δεν είναι καίτοι μη διέπονται από μια ιστορικότητα εξαιρετικής σημασίας για τον ελληνισμό τον ίδιο.
Επιπλέον, η αδυναμία αναζήτησης συμμάχων στη Μέση Ανατολή δεν αντικατοπτρίζεται
μονάχα στην μή προσέγγιση των Κούρδων του Ιράκ. Παρόμοια ήταν και η στάση της
ελληνικής γραμμής ως προς το δράμα των Χριστιανών της Συρίας (πολλοί εκ των
οποίων συνδέονται γενεαλογικά με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Εν κατακλείδι…
Η ελληνική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή από το 1974 μέχρι σήμερα
χαρακτηρίζεται από αδράνεια. Οι περισσότερες πρωτοβουλίες έχουν ληφθεί από μη
κρατικούς δρώντες και μη υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη. Η έλλειψη ολιστικής στρατηγικής και η υπερβολική προσκόλληση στη Δύση οδήγησε σε χαμένες ευκαιρίες συνεργασίας με σημαντικούς πυλώνες σταθερότητας, όπως το Κουρδιστάν. Σήμερα, η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της στη Μέση Ανατολή. Θα πρέπει: α) να συνεχίσει τις πολυμερείς συνεργασίες στον ενεργειακό τομέα, καταρτίζοντας παράλληλα διακρατικά εκπαιδευτικά προγράμματα, με στόχο την άσκηση ήπιας ισχύος, β) να αντιληφθεί τις δυναμικές που θα μπορούσαν να αναπτύξουν μη κρατικοί δρώντες, και γ) να υπερβεί τον δυτικοκεντρισμό και τη λογική της «μικρής και αδύναμης Ελλάδας». Μόνο με μια τέτοια προσέγγιση η Ελλάδα θα διαδραματίσει να αποκτήσει σταθερό και ουσιαστικό ρόλο στη Μέση Ανατολή.