Του Ανδρέα Βορύλλα, Βουλευτή Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών με τη ΝΙΚΗ
Στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός παρουσίασε ένα πακέτο οικονομικών μέτρων που φιλοδοξεί να δώσει την εικόνα μιας κυβέρνησης που στηρίζει την κοινωνία και ελαφρύνει τα βάρη της. Στην πραγματικότητα, όμως, το αφήγημα αυτό αποδεικνύεται μονοδιάστατο και ανεπαρκές. Οι εξαγγελίες επικεντρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση άμεσων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, την ώρα που το μεγαλύτερο και πιο επώδυνο πρόβλημα για τους πολίτες –η ακρίβεια– παραμένει άθικτο. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο: η ακρίβεια λειτουργεί ως βασικός τροφοδότης των δημοσίων εσόδων μέσω του ΦΠΑ και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να έχει κάθε λόγο να αποφεύγει παρεμβάσεις σε αυτά τα πεδία.
Οι ανακοινώσεις για το φορολογικό αφορούσαν κυρίως μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, σημαντικές ελαφρύνσεις για νέους εργαζόμενους –με μηδενικό φόρο έως τα 25 και δραστικές μειώσεις έως τα 30–, αλλά και προνόμια για οικογένειες με παιδιά, με κλιμακωτές εκπτώσεις που φτάνουν ακόμη και στην πλήρη απαλλαγή. Προβλέπεται επίσης μια μείωση στις ασφαλιστικές εισφορές, με στόχο να συρρικνωθούν σταδιακά μέχρι το 2027. Τα μέτρα αυτά μπορεί να δώσουν μια ανάσα σε συγκεκριμένες ομάδες πολιτών, αλλά αφήνουν ανέγγιχτη τη μεγάλη μάζα της κοινωνίας που δοκιμάζεται καθημερινά από τις αυξημένες τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στους λογαριασμούς και στις αντλίες των πρατηρίων.
Η ακρίβεια δεν είναι μια παροδική ενόχληση αλλά το μόνιμο βάρος που καθορίζει τη ζωή των νοικοκυριών. Τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για τρόφιμα και ενέργεια σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Κι όμως, καμία ουσιαστική παρέμβαση δεν ανακοινώθηκε για να μετριαστεί αυτή η επιβάρυνση. Ούτε μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά, ούτε μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, ούτε ένα σχέδιο για συγκράτηση των τιμών με αυστηρούς ελέγχους στην αγορά. Η κυβέρνηση προτίμησε να κλείσει τα μάτια μπροστά στο κύμα ακρίβειας που σαρώνει την κοινωνία.
Η εξήγηση είναι απλή: ο ΦΠΑ και ο ΕΦΚ αποτελούν τις πιο σταθερές πηγές δημοσίων εσόδων. Κάθε αύξηση των τιμών σημαίνει και αυτόματη αύξηση του κρατικού ταμείου. Η ακρίβεια, με άλλα λόγια, λειτουργεί σαν σιωπηλή φορολογία που πλήττει οριζόντια όλους τους πολίτες, αλλά κυρίως τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους, οι οποίοι βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση έχει ελάχιστα κίνητρα να περιορίσει την ακρίβεια, αφού από αυτήν επωφελείται δημοσιονομικά.
Η αντιπολιτευτική κριτική εστιάζει ακριβώς σε αυτό: δεν μπορεί να μιλά κανείς για «στήριξη των πολιτών» όταν το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της καθημερινότητας μένει εκτός ατζέντας. Οι μειώσεις στους φόρους εισοδήματος είναι καλοδεχούμενες για όσους έχουν σταθερή φορολογική υποχρέωση, αλλά για τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας η ελάφρυνση είναι μηδενική. Για αυτούς που παλεύουν να καλύψουν τα βασικά έξοδα του μήνα, το μόνο που μετράει είναι το κόστος της διατροφής και της ενέργειας – και εκεί η κυβέρνηση δεν έκανε καμία παρέμβαση.
Υπάρχει βέβαια μια θετική εξαίρεση: η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε αρκετά νησιά του Αιγαίου με πληθυσμό μικρότερο των 20 χιλιάδων κατοίκων. Πρόκειται για μια κίνηση που αναγνωρίζει το υψηλό κόστος ζωής σε περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, και έχει πράγματι πρακτικό αντίκτυπο για τους κατοίκους τους. Ωστόσο, παραμένει ένα περιορισμένο μέτρο, που δεν αλλάζει τη μεγάλη εικόνα. Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών στην ηπειρωτική χώρα συνεχίζει να σηκώνει το βάρος των αυξημένων τιμών χωρίς καμία στήριξη.
Το Κίνημά μας κατά την συζήτηση στην Βουλή για την Κύρωση του νέου Κώδικα ΦΠΑ, ανάδειξε ότι η μείωση στα νησιά είναι επιβεβλημένη βάση του άρθρου 101 του Συντάγματος και της Οδηγίας 2006/112 της ΕΕ. Ακόμα όμως και τότε η Κυβέρνηση προχώρησε στην παντελώς απαράδεκτη η συσχέτιση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ με την ύπαρξη κέντρων και δομών φιλοξενίας λαθρομεταναστών και προσφύγων, περιορίζοντας την εφαρμογή μειωμένων συντελεστών μόνο σε Χίο, Λέρο, Σάμο, Λέσβο και Κω.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: η κυβέρνηση επιλέγει να εμφανιστεί ως φορέας «δικαιοσύνης» στη φορολογία μειώνοντας τους άμεσους φόρους, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί αλώβητους τους έμμεσους φόρους που τροφοδοτούνται από την ακρίβεια. Έτσι, το κράτος μετατρέπεται σε κερδισμένο της ακρίβειας, ενώ οι πολίτες μένουν εκτεθειμένοι στις ανατιμήσεις. Μια πολιτική που μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες και υπονομεύει την κοινωνική συνοχή.
Η εικόνα είναι αναπόδραστη: χωρίς γενναίες παρεμβάσεις στον ΦΠΑ και τον ΕΦΚ, χωρίς σχέδιο για να τιθασευτεί το κύμα ακρίβειας στα βασικά αγαθά, κάθε εξαγγελία φορολογικών ελαφρύνσεων θα παραμένει κενό γράμμα για τη μεγάλη πλειοψηφία. Η κυβέρνηση μπορεί να επιλέγει να κρύβεται πίσω από τις μειώσεις στους άμεσους φόρους, αλλά η πραγματικότητα στα σούπερ μάρκετ και στα πρατήρια καυσίμων θα συνεχίσει να αποκαλύπτει την αλήθεια: η ακρίβεια τροφοδοτεί το κράτος με έσοδα, ενώ στραγγαλίζει τους πολίτες.