Ο Μερτς κατηγορείται ότι κάνει υπερβολικές παραχωρήσεις στην αριστερά και ότι συνεργάζεται με την ακροδεξιά, ενώ καταγγέλλεται ότι είναι εκδικητικός και επιθετικός απέναντι στους μετανάστες.
Η συμπλήρωση των 100 ημερών στην εξουσία για κάθε ηγέτη στον κόσμο συνήθως σηματοδοτεί το τέλος της περιόδου του μέλιτος, ωστόσο, ο Φρίντριχ Μερτς δεν μπόρεσε να απολαύσει ούτε μία μέρα χάριτος, ξεκινώντας από τη στιγμή που «έπρεπε» να εκλεγεί καγκελάριος της Γερμανίας, αλλά δεν εκλέχθηκε.
Στις 6 Μαΐου, ενώ η Άνγκελα Μέρκελ παρακολουθούσε από το μπαλκόνι των επισκεπτών, η Bundestag (σ.σ. ομοσπονδιακή Βουλή) ψήφισε και αρνήθηκε να εγκρίνει τον νέο ηγέτη της. Για λίγες ώρες επικράτησε χάος, μέχρι που στον δεύτερο γύρο της ψηφοφορίας εγκρίθηκε η καγκελαρία του, ώστε να προχωρήσει η ορκωμοσία.
Ήταν μια συμβολική πράξη ανυπακοής και, επειδή η ψηφοφορία ήταν μυστική, δεν ήταν σαφές πόσοι από τους 18 διαφωνούντες προέρχονταν από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) του Μερτς ή από τους νέους εταίρους του συνασπισμού, τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Ωστόσο, αυτό έριξε μια σκιά στη νέα γερμανική κυβέρνηση από την αρχή της: αυτή είναι η κυβέρνηση που κανείς δεν ήθελε – και κυρίως οι πρωταγωνιστές της.
Η «φούσκα του Βερολίνου»
Αυτή είναι και η κρίση των περισσότερων μέσων ενημέρωσης και της γερμανικής πολιτικής τάξης – της λεγόμενης «φούσκας του Βερολίνου». Δεν περνάει σχεδόν μέρα χωρίς ο Μερτς να γίνεται αντικείμενο χλευασμού ως ο «νεκρός που περπατά» (dead man walking). Προσπαθεί να δημιουργήσει μια μορφή συντηρητισμού, που είναι ταυτόχρονα εκσυγχρονιστική – αντιμετωπίζοντας την υιοθέτηση της ψηφιοποίησης από την Γερμανία, καταπολεμώντας τη γραφειοκρατία, ανοικοδομώντας τις υποδομές – αλλά και πιο συντηρητική από πολιτιστική άποψη.
Ταυτόχρονα, κατηγορείται ότι κάνει υπερβολικές παραχωρήσεις στην αριστερά και ότι συνεργάζεται με την ακροδεξιά. Καταγγέλλεται ότι είναι εκδικητικός και επιθετικός απέναντι στους μετανάστες.
Οι δυσκολίες του Μερτς δεν προέρχονται από μία μόνο πηγή. Προέρχονται εν μέρει από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται: ο σκληρός συντηρητικός, ευαίσθητος και πλούσιος (ένα χαρακτηριστικό που θεωρείται ύποπτο στην Γερμανία).
Κάποια από αυτά είναι άδικα, άλλα όχι, υποστηρίζει ο συγγραφέας John Kampfner, («In Search of Berlin», «Why the Germans Do It Better»), με άρθρο του στον βρετανικό Guardian, εξηγώντας πως ο Γερμανός καγκελάριος έχει συμπεριφερθεί με πολύ μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση και αυτοπεποίθηση από ό,τι αρχικά είχε προβλεφθεί.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι δομικό. Για να αποφευχθεί η πολιτική ηγεμονία, κάθε κυβέρνηση πρέπει να είναι συνασπισμός. Πρέπει να μοιράζεται την εξουσία μεταξύ των κομμάτων, αλλά και μεταξύ του ομοσπονδιακού κέντρου στο Βερολίνο και των 16 περιφερειών. Κατά τα πρώτα 75 χρόνια της ομοσπονδιακής δημοκρατίας, ο συμβιβασμός θεωρούνταν αρετή. Τώρα θεωρείται σημάδι αδυναμίας, σημειώνει χαρακτηριστικά.
Τα «παιχνίδια» της ακροδεξιάς έπιασαν τόπο στους βουλευτές του Μερτς
Και έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Ο τραμπισμός έχει φτάσει στην πόλη και η πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας μολύνεται από τις ίδιες λαϊκιστικές τάσεις όπως παντού. Τα νέα μέσα ενημέρωσης θολώνουν τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, καταστρέφουν καριέρες και οδηγούν τους πολιτικούς τού mainstream να συμπεριφέρονται με νέους τρόπους. Το κοινοβούλιο έχει γίνει πιο ατίθασο και, σε μια χώρα που για πολύ καιρό ήταν συνώνυμη με τη διαβουλευτική πολιτική, οι βουλευτές και οι υπουργοί καταφεύγουν αμέσως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να εκφράσουν τις άμεσες κρίσεις τους για τα τελευταία νέα.
Η πρώτη μάχη της νέας υπερπολωμένης εποχής διεξήχθη πριν από λιγότερο από ένα μήνα, ακριβώς όταν το γερμανικό κοινοβούλιο έμπαινε σε διακοπές. Το θέμα ήταν η προτεινόμενη υποψηφιότητα στο συνταγματικό δικαστήριο της Frauke Brosius-Gersdorf, μιας δικαστίνας που έχει πιο φιλελεύθερες απόψεις για την άμβλωση από ό,τι επιτρέπει η περιοριστική νομοθεσία της Γερμανίας. Δαιμονοποιήθηκε από τον Τύπο και την δεξιά, με αποτέλεσμα ορισμένοι τρομαγμένοι βουλευτές της CDU να… εξαφανιστούν νωρίς για τις διακοπές τους, για να της στερήσουν την απαραίτητη πλειοψηφία.
Ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απέσυραν την ψηφοφορία την τελευταία στιγμή, αντί να αντιμετωπίσουν μια ντροπιαστική ήττα. Η απόφασή της να αποσύρει την υποψηφιότητά της, την περασμένη εβδομάδα, προκάλεσε μεγάλη οργή στο SPD και ενδοσκόπηση στην ομάδα του Μερτς. Ακόμη και ορισμένοι πιο παραδοσιακοί βουλευτές φάνηκαν να μετανιώνουν για το γεγονός ότι είχαν επηρεαστεί από την πίεση της ακροδεξιάς και η συμμαχία είχε υπονομευθεί.
Σκοτεινό αλλά μη αναπόφευκτο σενάριο η επικράτηση του AfD
Αυτό το σκηνοθετημένο σκάνδαλο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής του κόμματος «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) με στόχο να διαιρέσει, να αποδυναμώσει και τελικά να καταστρέψει το CDU, ώστε να γίνει το μεγαλύτερο κόμμα στις επόμενες εκλογές του 2029. Τα μέλη του ακροδεξιού κόμματος δεν κρύβουν την επιθυμία τους, άλλωστε, να καταστήσουν αδύνατη τη διακυβέρνηση της κυβέρνησης συνασπισμού του Μερτς.
Για να περάσει οποιοδήποτε νομοσχέδιο, ο Μερτς πρέπει να συμφωνήσει με το SPD. Αυτό τον καθιστά ευάλωτο στις επιθέσεις της δεξιάς, που τον κατηγορεί ότι υποκύπτει στην «αριστερά της πολιτικής ορθότητας». Αυτό εκνευρίζει τους δεξιούς της CDU, μερικοί από τους οποίους πιέζουν τον καγκελάριο να εγκαταλείψει το λεγόμενο «τείχος προστασίας» που απαγορεύει τη συνεργασία με το AfD. Οποιαδήποτε παραβίαση αυτού του κανόνα θα έδινε στη γερμανική ακροδεξιά μια πιθανή οδό επιστροφής στην εξουσία για πρώτη φορά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εν τω μεταξύ, το ποσοστό του AfD, σύμφωνα με τους γενικά αξιόπιστους δημοσκόπους της Γερμανίας, αυξάνεται αμείωτα. Το κόμμα της ακροδεξιάς βρίσκεται στο 24% περίπου, τρεις ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το ήδη εντυπωσιακό και ανησυχητικό εκλογικό του αποτέλεσμα τον Μάρτιο, και μόνο δύο κάτω από το CDU.
Η προοπτική να γίνει το AfD το μεγαλύτερο κόμμα της Γερμανίας είναι ένα σκοτεινό σενάριο, αλλά δεν είναι αναπόφευκτο. Δύο παράγοντες μπορεί να λειτουργήσουν υπέρ της κυβέρνησης. Ο πρώτος είναι η τάση του AfD για εσωτερικές διαμάχες και η γενική ανικανότητά του. Ο άλλος είναι η προσωπική αντοχή των κύριων πρωταγωνιστών, του Μερτς και του αναπληρωτή καγκελαρίου και υπουργού Οικονομικών του SPD, Λαρς Κλίνγκμπεϊλ.
Μπορεί να λειτουργήσει ο κυβερνητικός συνασπισμός με το SPD;
Η προσέγγιση του Μερτς δεν διαφέρει από εκείνη του Βρετανού Κιρ Στάρμερ απέναντι στην απειλή του «Reform UK»: να συνεχίσει να αγωνίζεται, να δείξει στους ψηφοφόρους ότι η καθημερινή δουλειά εξακολουθεί να έχει σημασία και να… ελπίζει ότι αυτό θα αποφέρει καρπούς.
Οι υπουργοί του επισημαίνουν ένα μακρύ κατάλογο προγραμματισμένων δράσεων και νομοθετικών μέτρων, που περιλαμβάνει τεράστιες επενδύσεις σε κρίσιμες υποδομές και ασφάλεια, αυστηρότερους ελέγχους στη μετανάστευση και επιτάχυνση των προμηθειών. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκύψει διαμάχη με τους σοσιαλδημοκράτες εταίρους στο SPD σχετικά με τα σχέδια περικοπής των κοινωνικών παροχών, ιδίως του εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος, αλλά αναμένεται κάποια μορφή συμβιβασμού το φθινόπωρο. Και τα δύο κόμματα θα παλέψουν σκληρά για τις λεπτομέρειες, έστω και μόνο για να διαβεβαιώσουν τις βάσεις τους ότι παραμένουν πιστά στις αρχές τους.
Θα είναι χαοτικό, μερικές φορές δραματικό, αλλά η συμμαχία μπορεί ακόμα να λειτουργήσει. Ο Μερτς και ο Κλίνγκμπεϊλ τα πάνε αρκετά καλά μεταξύ τους, σε αντίθεση με τις προσωπικές διαμάχες που χαρακτήριζαν την κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς. Γνωρίζουν ότι τα κόμματά τους μπορεί να βρίσκονται σε ύφεση, αλλά ξέρουν επίσης ότι θα υποφέρουν ακόμη περισσότερο αν αυτή η κυβέρνηση αποτύχει. Τίποτα δεν συγκεντρώνει το μυαλό όσο ο κίνδυνος, όχι μόνο για 100 ημέρες, αλλά για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.