Του Σάββα Παυλίδη
Τουλάχιστον αινιγματική, αν όχι απολύτως αποκαλυπτική, είναι η αναβολή – επ’ αόριστον όπως όλα δείχνουν – της συνάντησης ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη. Επισήμως, η ευθύνη της ακύρωσης ανήκει στην τουρκική πλευρά. Ωστόσο, το ερώτημα που αναδύεται διακριτικά αλλά επίμονα στο διπλωματικό παρασκήνιο είναι κατά πόσον αυτή η αναβολή βόλεψε – ή ακόμα και εξυπηρέτησε – την ελληνική πλευρά. Μήπως, τελικά, ούτε ο ίδιος ο Έλληνας Πρωθυπουργός ήθελε τη συγκεκριμένη συνάντηση να πραγματοποιηθεί;
Ο χρόνος, το περιβάλλον και το γενικότερο γεωπολιτικό σκηνικό, ενδεχομένως να υπαγόρευαν μια αποφυγή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ευρισκόμενος ήδη υπό πίεση στο εσωτερικό της ΝΔ – με αιχμές να στρέφονται προς τον Υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη για τους έως τώρα διπλωματικούς χειρισμούς – δεν είχε περιθώριο για μία ακόμη επικοινωνιακή ήττα. Η πιθανότητα να συναντήσει έναν εμφανώς ενισχυμένο Ερντογάν, που παίζει αυτή τη στιγμή σε πολλά γεωπολιτικά ταμπλό ταυτόχρονα, εμπεριείχε σοβαρό διπλωματικό ρίσκο.
Άλλωστε δεν είναι κρυφό. Ο Ερντογάν έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι ξέρει να αξιοποιεί κάθε διεθνή πλατφόρμα προς όφελός του. Ειδικά με την προκλητική ανοχή της Δύσης. Δεν θα δίσταζε, λοιπόν, να θέσει αιχμηρά – έστω και με την γνωστή του έμμεση, αλλά σαφή, ρητορική – την απειλή ενεργοποίησης των άρθρων 3 και 4 του ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα έχει ήδη ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο σε περιπτώσεις που αφορούσαν τη Συρία, και γνωρίζει καλά πώς να το παρουσιάζει ως θεμιτό δικαίωμα για την «ασφάλεια της χώρας». Η Ελλάδα ως μικρότερος παίκτης στο γεωπολιτικό σκάκι το τελευταίο διάστημα, και με το ΝΑΤΟ να κοιτά αλλού λόγω των κρίσεων σε Ουκρανία και Γάζα, δύσκολα θα έβρισκε συμμάχους πρόθυμους να την υπερασπιστούν ξεκάθαρα.
Παράλληλα, ο Ερντογάν θα μπορούσε να επιχειρήσει μια ακόμη πιο επικίνδυνη πολιτική παγίδα. Να πιέσει δηλαδή για «χαλάρωση» των μέτρων αποτροπής στο Αιγαίο, επικαλούμενος το αφήγημα των κοινών συνόρων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Στην πράξη, αυτό θα σήμαινε de facto αποδοχή της τουρκικής παρουσίας στο Αιγαίο υπό ΝΑΤΟϊκή κάλυψη – ένα επικίνδυνο προηγούμενο που θα έβαζε σε αμφισβήτηση την κυριαρχία της Ελλάδας σε ζωτικά της συμφέροντα. Και σε όλα αυτά, η Αθήνα θα είχε περιορισμένα περιθώρια αντίδρασης, καθώς ο Ερντογάν απολαμβάνει μια αναβαθμισμένη διεθνή θέση – από τον ρόλο του στον πόλεμο της Ουκρανίας μέχρι τη διπλωματική προσέγγιση με Αίγυπτο, Ισραήλ και Αραβικές χώρες. Κυρίως από τη στιγμή που ειδικά κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διπλωματικά οδηγείται από το ένα στραβοπάτημα στο άλλο.
Αξίζει να σημειωθεί και μία ακόμα διάσταση που αφορά την συνεργασία Ελλάδας – Ισραήλ στον στρατιωτικό τομέα και την προοπτική μεταφοράς τεχνογνωσίας για την ανάπτυξη μιας έκδοσης του Iron Dome στο ελληνικό έδαφος. Η Άγκυρα, που διατηρεί τεταμένες σχέσεις με το Τελ Αβίβ, θεωρεί τέτοιες κινήσεις casus belli διπλωματικά. Ένα ενδεχόμενο τουρκικό αίτημα προς την Αθήνα για «πάγωμα» ή αποδυνάμωση αυτής της συνεργασίας, με το πρόσχημα της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, μόνο ως στρατηγικός εκβιασμός θα μπορούσε να εκληφθεί.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η αναβολή της συνάντησης ίσως να λειτούργησε – ειρωνικά – ως σωσίβιο για τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Μπορεί να απέφυγε μεν μια ευθεία σύγκρουση, αλλά κυρίως απέφυγε έναν διπλωματικό εγκλωβισμό, που θα του κόστιζε πολιτικά, εσωτερικά και διεθνώς.