Του Ανδρέα Βορύλλα, Βουλευτή Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών με τη ΝΙΚΗ
Σε μια πρόσφατη έρευνα το 46% των Ελλήνων δεν θα πάει διακοπές λόγω οικονομικών προβλημάτων και της ακρίβειας που μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των συμπολιτών μας. Αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος.
Όμως το νόμισμα έχει και μια άλλη όψη. Σύμφωνα με μια έρευνα που συμμετείχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την διείσδυση των κρυπτοστοιχείων στις χώρες μέλη της ΕΕ, υπολογίζεται ότι το 14% των Ελλήνων το 2024, κατείχε κρυπτοστοιχεία, έναντι του 4% των Ελλήνων το 2022, δηλαδή πρόκειται για μια αύξηση 10% μέσα σε 2 μόλις χρόνια. Είναι φανερό ότι ένα σημαντικό μέρος των πολιτών μας διαθέτει περιουσιακά στοιχεία σε κρυπτοστοιχεία, συναλλάσσεται με αυτά και αποκομίζει σημαντικά κέρδη.
Τα κρυπτονομίσματα (ή κρυπτοστοιχεία) είναι μορφές ψηφιακού χρήματος που χρησιμοποιούν την κρυπτογραφία για να διασφαλίσουν τις συναλλαγές και να ελέγξουν τη δημιουργία νέων μονάδων. Αυτό όμως που είναι σημαντικό αλλά ενέχει και σοβαρούς κινδύνους, είναι ότι δεν ελέγχονται από κάποια κεντρική αρχή (όπως μια κυβέρνηση ή μια τράπεζα), αλλά λειτουργούν σε αποκεντρωμένα δίκτυα μέσω της τεχνολογίας blockchain.
Το προφίλ των κατόχων κρυπτονομισμάτων είναι άτομα ηλικίας 25 ως 39 ετών, άνδρες, με πιθανά υψηλότερα εισοδήματα, τεχνολογική γνώση και ενδιαφέρον για καινοτομία και επιχειρηματικότητα.
Αυτό όμως που δεν είναι γνωστό είναι ότι στην φορολογική μας νομοθεσία μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει κανένα πλαίσιο φορολόγησης και ελέγχου των κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων.
Με απλά λόγια, όσα και να κερδίσει κάποιος από συναλλαγές σε κρυπτονομίσματα, δεν οφείλει κανένα φόρο! Υπάρχουν εκατοντάδες περιπτώσεις φορολογούμενων που δήλωσαν με τις φορολογικές τους δηλώσεις κέρδη από κρυπτονομίσματα, όπου η ΑΑΔΕ δεν τις έκανε δεκτές και δεν έλαβε υπόψη της τα εν λόγω κέρδη στην εκκαθάρισή τους.
Αν και στις αρχές του 2024 συστάθηκε επιτροπή από τον τότε Υπουργό Οικονομικών κ. Κωστή Χατζηδάκη για το ζήτημα της φορολόγησης των κρυπτονομισμάτων, μετά από μερικούς μήνες κατάργησε την επιτροπή χωρίς αιτιολογία και έφτιαξε μια άλλη που ακόμα και σήμερα δεν έχει δώσει κάποιο πόρισμα.
Με την σημερινή φορολογική πραγματικότητα, ένας νέος που δουλεύει σεζόν σε κάποια τουριστική επιχείρηση και λαμβάνει φιλοδωρήματα θα πληρώσει φόρο εισοδήματος, ενώ ένας άλλος νέος που κάθεται μπροστά σε έναν υπολογιστή και κερδίζει από τα κρυπτονομίσματα, δεν θα πληρώσει απολύτως τίποτα σε φόρους!
Η κυβέρνηση της ΝΔ στην πραγματικότητα είτε δεν επιθυμεί πλαίσιο φορολόγησης και ελέγχου των κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων, είτε προσπαθεί να καθυστερήσει την υιοθέτηση του. Ο προφανείς λόγος ότι τα ανώτερα οικονομικά στρώματα έχουν κέρδη από τα κρυπτονομίσματα τα οποία και την στηρίζουν, οπότε δεν θα ήθελε να τα δυσαρεστήσει.
Υπάρχει όμως και άλλος λόγος, λιγότερο προφανής. Σύμφωνα με επίσημα δημοσιεύματα, μέρος των παράνομων επιδοτήσεων που καταβλήθηκαν από τον ΟΠΕΚΕΠΕ επενδύθηκε και σε κρυπτονομίσματα, ενώ εμπλέκονται και πρόσωπα με σχέσεις με την κυβέρνηση της ΝΔ. Αυτό αποδεικνύει ότι μέρος των χρημάτων από τις παράνομες επιδοτήσεις μετατράπηκε σε κρυπτονομίσματα προφανώς με στόχο είτε την απόκρυψη, είτε την επένδυση με υψηλή απόδοση ή δυσκολότερη ιχνηλάτηση.
Αν και η κυβέρνηση διατείνεται ότι οι παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ θα επιστραφούν μέχρι και το τελευταίο ευρώ, είναι πιθανό ότι αν ένα σημαντικό μέρος των επιδοτήσεων έχει επενδυθεί σε κρυπτονομίσματα, η ανάκτηση τους να αποδειχτεί πολύ δυσκολότερη υπόθεση, δεδομένου ότι η δέσμευση κρυπτονομισμάτων είναι αρκετά περίπλοκη τεχνικά διαδικασία που απαιτεί ειδικευμένες γνώσεις και ειδικό λογισμικό.
Να τονίσουμε ότι το Κίνημα μας εντός της Βουλής έχει αναφερθεί στο ζήτημα αρκετές φορές και έχει προτείνει την φορολόγηση της υπεραξίας και των κερδών από συναλλαγές σε κρυπτονομίσματα με συντελεστή 15% κατ’ ελάχιστο.
Στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής μας δραστηριότητας, σχετικό ερώτημα με θέμα την φορολόγηση των κρυπτονομισμάτων καταθέσαμε προς Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Κυριάκο Πιερακάκη, αν και πιθανόν η απάντηση που θα λάβουμε να είναι αόριστη και ασαφής, κάτι που δεν θα είναι η πρώτη φορά.