Του Βασίλη Σπυρόπουλου
Τεκτονικές είναι οι αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον για τους περισσότερους εργαζόμενους στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Αλλαγές που από ότι φαίνεται δεν συμβάλλουν ούτε στην αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, ούτε στην αύξηση των απολαβών των ίδιων των εργαζομένων. Θα περίμενε κανείς ότι εν έτει 2025 δεν θα ήταν σύνηθες φαινόμενο οι τσουβαλάτες, αλλά απλήρωτες υπερωρίες, τα γνωστά ευέλικτα ωράρια «λάστιχο» και οι απροειδοποίητες αλλαγές βάρδιας, στην κυριολεξία την τελευταία στιγμή. Κι όμως, η εργασιακή ζούγκλα στην Ελλάδα ζει και βασιλεύει, παρά τις προθέσεις θεσμικών φορέων της αγοράς- και όχι μόνο- για το αντίθετο.
Όσο και αν ακούγεται παράξενο, αν λάβει κανείς υπόψη του τον μέσο μισθό στη χώρα μας, περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους εργάζονται ένα Σαββατοκύριακο και παραπάνω το μήνα, σύμφωνα με σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Η απασχόληση τις μέρες που αρκετοί συνάνθρωποί μας ξεκουράζονται είναι μάλλον το κερασάκι στην τούρτα. Την ίδια στιγμή, ένας στους δέκα εργαζόμενους, με βάση την ίδια έρευνα, αναγκάζεται να δουλέψει, συχνά ή πολύ συχνά, εντελώς διαφορετικό ωράριο από αυτό που είχε προγραμματίσει ο εργοδότης του, ο οποίος είναι κι αυτός που του αλλάζει τη βάρδια, χωρίς καμία προειδοποίηση.
Ελεύθερος χρόνος ή εργασία;
Σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, το πράγμα ξεφεύγει επικίνδυνα όταν η προσωπική ζωή του κάθε ανθρώπου αντικαθίσταται από την εργασία. Τουλάχιστον 25% των εργαζομένων δεν είχαν άλλη επιλογή από το να δουλέψουν στον ελεύθερο χρόνο τους, για να φέρουν εις πέρας τις απαιτήσεις της εργασίας τους. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι περισσότεροι από τρεις στους δέκα εργαζόμενους, που δήλωσαν ότι φθάνουν στο έσχατο σημείο να εργασθούν στον ελεύθερο χρόνο τους, εργάζονται σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 250 άτομα.
Απλήρωτες υπερωρίες
Η έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ είναι άκρως αποκαλυπτική, καθώς φέρνει στο φως τις χρόνιες παθογένειες στο εργασιακό μοντέλο, που ισχύει εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το 52% των μισθωτών ξεπερνά σε συστηματική βάση το συμβατικό ωράριο που απαιτεί η εργασία του. Με λίγα λόγια, «γράφει» μονίμως υπερωρίες. Έως εδώ, όλα καλά. Πως, άραγε, χτυπά στην λογική μας ότι το 65% αυτών των εργαζομένων δεν πληρώνεται ή πληρώνεται μερικώς τις επιπλέον ώρες, τις οποίες εργάζεται;
Εργασιακό burn- out VS παραγωγικότητα
Οι συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα, μετά την οικονομική κρίση και την πανδημία του κορονοϊού, χαρακτηρίζονται από έντονα σημάδια απορύθμισης. Οι Έλληνες εργάζονται πολλές ώρες την εβδομάδα, σε κάποιες περιπτώσεις πολύ περισσότερες από αρκετούς Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Η υπερεργασία έχει καταντήσει της μόδας, παρά το γεγονός ότι δεν αποδίδει οικονομικούς καρπούς, ούτε συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Από τη στιγμή που κάποιος εργάζεται πολύ και δεν πληρώνεται και αυτή η κατάσταση διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, αρχίζει να νιώθει ψυχική και σωματική κόπωση, να αμφισβητεί τις δυνατότητες και τις ικανότητές του στην εργασία του, ενώ έχει μονίμως μια δυσαρέσκεια και μια αίσθηση αποτυχίας. Βιώνει, δηλαδή, στο πετσί του αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «εργασιακό burn- out».
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η χώρα μας παράγει μόλις 38 ευρώ προστιθέμενης αξίας ανά ώρα, έναντι 80 ευρώ στη Γερμανία και 151 ευρώ στη Δανία. Τι σημαίνει αυτό; Η παραγωγικότητα δεν συνδέεται με την ευελιξία που καλούνται να δείχνουν καθημερινά οι εργαζόμενοι, ούτε με την υπερεργασία, ούτε με την εργασιομανία, σε βαθμό κακουργήματος.
Είναι επιτακτική ανάγκη να οργανωθεί και να εφαρμοσθεί ένα νέο εργασιακό μοντέλο, που θα δίνει βαρύτητα στον ίδιο τον εργαζόμενο και τις ανάγκες του, αλλά και στην πρόθεση των επιχειρήσεων να επενδύσουν σε χρήμα και χρόνο στην δια βίου εκπαίδευση των εργαζομένων τους σε νέες δεξιότητες και τεχνολογίες αιχμής. Ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια η κυβέρνηση έχει προγραμματικά εξαγγείλει την δημιουργία περισσότερων και καλύτερα αμοιβόμενων θέσεων εργασίας. Πως θα συμβεί κάτι τέτοιο, όταν ένας στους τέσσερις εργαζόμενους εργάζεται υπό το καθεστώς συλλογικής σύμβασης εργασίας; Για να μην λέμε κάθε χρόνο: Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα.