Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Ενεργειακή Κρίση: Τα αίτια, τα νέα δεδομένα στην Ελλάδα και τα ερωτήματα για την επόμενη μέρα

Σε απροσπέλαστο εμπόδιο για επιχειρήσεις και νοικοκυριά μετατρέπεται η ενεργειακή κρίση, με την Ελλάδα να αντιμετωπίζει ένα ακόμα ”βράχο” έπειτα από την έξοδος της από τα μνημόνια και το τέλος της πανδημίας.

Πλέον, δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου Ρωσίας και Ουκρανίας, η ενεργειακή κρίση συνεχίζει να προκαλεί ”πονοκέφαλο”, φέρνοντας νέα δεδομένα βάζοντας ”τρικλοποδιές” στην προσπάθεια επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα.

Πρόκειται για μία κρίση που αφορά την εκτόξευση σε δυσθεώρητα ύψη των τιμών της ενέργειας, ένα αγαθό το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα στην εξίσωση κάθε οικονομίας.

Η ενέργεια είναι ένα πρακτικά αναντικατάστατο ενδιάμεσο αγαθό που χρησιμοποιείται στην παραγωγή όλων των υπόλοιπων αγαθών. Ακόμα και για τα νοικοκυριά, που θεωρητικά είναι οι τελικοί καταναλωτές του, στην πραγματικότητα η ενέργεια αποτελεί ενδιάμεσο αγαθό, καθώς χρησιμοποιείται για την ιδιο-παραγωγή φωτός, μαγειρεμένου φαγητού, θέρμανσης ή ψύξης, μετακινήσεων, καθαριότητας και άλλων αγαθών και υπηρεσιών που στη συνέχεια καταναλώνουν.

Εκτός αυτού, διαδραματίζει το ρόλο και ενός πλήρως αναντικατάστατο αγαθού, και για τις επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά, αφού δεν υπάρχει καμία σημαντική δυνατότητα υποκατάστασης της ενέργειας συνολικά από κάποιο άλλο αγαθό ενώ μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ένας περιορισμένος βαθμός υποκατάστασης είναι δυνατός με επενδύσεις σε εξοπλισμό που εξοικονομεί ενέργεια.

Λίγο πριν η ενεργειακή κρίση ξεκινήσει, η διαΝΕΟσις δημοσίευσε μια μελέτη για τον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα. Εντός αυτής της μελέτης περιλαμβανόταν μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα θεωρητική άσκηση: τι επιπτώσεις θα είχε στο ΑΕΠ και την απασχόληση της Ελλάδας μια υποθετική μείωση του κόστους της ΗΕ και του ΦΑ κατά 10%;

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η συνολική επίπτωση στο ΑΕΠ θα ήταν αύξηση κατά €941 εκατ. και η συνολική επίπτωση στην απασχόληση θα ήταν 21,5 χιλ. επιπλέον θέσεις εργασίας. Η μεταβολή που είχαν στην πραγματικότητα οι τιμές του ΦΑ και του ηλεκτρισμού, όχι μόνο απείχε εντελώς από την παραπάνω θεωρητική υπόθεση εργασίας, αλλά ήταν αντίθετη ως προς τη φορά και κατά πολλές φορές εντονότερη ως προς το μέγεθος. Δίχως να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα ευρήματα αυτά για την κατ’ αναλογία εξαγωγή ποσοτικών εκτιμήσεων για τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης που ζούμε, μπορούμε μόνο να αντιληφθούμε πώς η νόσος του υψηλού ενεργειακού κόστους μεταδίδεται σταδιακά και πολλαπλασιαζόμενη σε όλους τους παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και οδηγεί τελικά σε γενική αύξηση του κόστους και των τιμών (πληθωρισμός κόστους), με ταυτόχρονη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και άρα μείωση της ζήτησής της, του μισθού ισορροπίας και της απασχόλησης, που αναμφίβολα θα επιφέρουν από κοινού μείωση της συνολικής προσφοράς και συνολικής ζήτησης και του ΑΕΠ.

Τι γέννησε εν τέλει την ενεργειακή κρίση;

Στο ερώτημα αυτό, οι περισσότεροι έχουν έτοιμη την απάντηση, θεωρώντας ως δεδομένο πως ο όρος ”ενεργειακή κρίση” γεννήθηκε έπειτα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ωστόσο αυτό δεν είναι τόσο αληθές καθώς η σταδιακή άνοδος των τιμών είχε αρχίσει πολύ πιο πριν.

Μεγάλο ρόλο έπαιξε η γενικευμένη κρίση που έφερε η πανδημία. Σύμφωνα με την διαΝΕΟσις δύο ακόμα παράγοντες που πιθανότατα έπαιξαν σημαντικό ρόλο ειδικά στην αγορά του ΦΑ στην Ευρώπη ήταν η μάλλον ατυχής χρονικά απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προωθήσει μια νέα συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών για σημαντικά πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ) έως το 2030, τη γνωστή ως “Fit for 55” σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές προθέσεις της Ρωσίας.

Η πρόταση αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βεβαίως δεν έχει γίνει ακόμα κοινοτική νομοθεσία, ωστόσο φαίνεται να επηρέασε την ευρωπαϊκή αγορά ΦΑ μέσω έμμεσων επιδράσεων. Δημιουργήθηκε μια αυξητική πίεση στις τιμές των ευρωπαϊκών δικαιωμάτων εκπομπών ΑτΘ, η οποία επέφερε μια αντίστοιχη αυξητική πίεση στη ζήτηση του ΦΑ καθώς αυτό υποκατέστησε την ακριβότερη χρήση του “βρώμικου” άνθρακα.

Διαφοροποιείται το ενεργειακό προφίλ της Ελλάδας;

Χαμηλότερες τιμές στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο σημειώθηκαν στη χώρα μας το 2023, σε σχέση με τo προηγούμενο έτος (2022), σύμφωνα με το ετήσιο δελτίο ενεργειακής ανάλυσης του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ) για το 2023.

Το ΙΕΝΕ επισημαίνει ακόμα την υψηλή συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα, που έφτασε στο 38%, ποσοστό που ανεβαίνει στο 45% αν προστεθεί και η συμμετοχή των υδροηλεκτρικών σταθμών. Με τον τρόπο αυτό η συνολική συμμετοχή των ΑΠΕ το 2023 εμφανίζεται αυξημένη κατά +7%, σε σύγκριση με το 2022.

Ειδικότερα, μεταξύ των βασικών συμπερασμάτων περιλαμβάνονται και τα εξής:

Μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου το 2023 στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η μέση Τιμή Εκκαθάρισης της Αγοράς (ΤΕΑ) το 2023 εμφανίστηκε μειωμένη κατά 57% σε σύγκριση με το 2022 και διαμορφώθηκε στα €119.26/MWh.

Σε τροχιά αποκλιμάκωσης βρίσκονται και οι τιμές στο Βάθρο Εμπορίας Φυσικού Αερίου του Ελληνικού Χρηματιστήριου Ενέργειας, με την μέση τιμή για το 2023 να διαμορφώνεται στα €40.7/MWh από €46.9/MWh το 2022.

Σχετικά με τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, αυτή διαμορφώθηκε στις 48.5 TWh το 2023, κινούμενη καθοδικά σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (2022: 51.9 TWh).

Μειωμένη εμφανίζεται η χρήση φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή το 2023, καλύπτοντας το 33% του μίγματος καυσίμου, σε σύγκριση με το 2022 που ανήλθε στο 38%. Επίσης, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και φυσικό αέριο το 2023 ανήλθε σε 17.4 TWh και 15.7 TWh αντίστοιχα, με τις ΑΠΕ να παραμένουν περίπου στα ίδια επίπεδα του 2022, όταν παράλληλα το φυσικό αέριο μειώθηκε κατά 18% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

Το μίγμα καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή το 2023 χαρακτηρίστηκε από ισχυρή συμμετοχή των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου, συνεισφέροντας κατά 38% και 33% αντίστοιχα.

Η μέση ετήσια εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας το 2023 ανήλθε στις 9.97 TWh, αυξημένη κατά 13%, σε σύγκριση με το 2022. Ομοίως, η μέση ετήσια εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας το 2023 ανήλθε στις 4.07 TWh, μειωμένη κατά 18%, σε σύγκριση με το 2022. Ωστόσο, η Ελλάδα παρέμεινε καθαρά εισαγωγός χώρα σε ηλεκτρισμό το 2023, με συνολικές καθαρές εισαγωγές της τάξεως των 5.91 TWh, αυξημένες κατά 54% σε ετήσια βάση (2022: 3.85 TWh).

Το 2023 εκτιμάται ότι εκπέμφθηκαν συνολικά 14.7 εκατ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, καταγράφοντας μία μείωση της τάξεως των 4.28 εκατ. τόνων ή 23% σε σχέση με το 2022, ως αποτέλεσμα της πτωτικής πορείας των εκπομπών και από τα τρία ορυκτά καύσιμα.

Τέλος, οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου της Ελλάδας για το 2023 ανήλθαν σε 54 TWh, μειωμένες κατά 13% σε ετήσια βάση. Η συνεισφορά του LNG κατά 56% το 2023 θεωρείται ένα από τα υψηλότερα ποσοστά των τελευταίων ετών, αναδεικνύοντας τον σημαντικό ρόλο που ήδη παίζει και αναμένεται να παίξει το εν λόγω καύσιμο τα επόμενα χρόνια, στο πλαίσιο απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Έρχονται φθηνότερα τιμολόγια τον Μάρτιο

Μήνυμα για φθηνότερα τιμολόγια ρεύματος τον Μάρτιο στέλνουν η χρηματιστηριακή αγορά ενέργειας αλλά και οι χρεώσεις παρόχων του τρέχοντος μήνα, του Φεβρουαρίου.

Με βάση στελέχη της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ο πρώτος μήνας της άνοιξης, ο Μάρτιος αναμένεται να μπει με ακόμη χαμηλότερες χρεώσεις για τους οικιακούς καταναλωτές.

Οι ίδιοι παράγοντες «βλέπουν» τρεις λόγους για τους οποίους τα τιμολόγια θα οδηγηθούν σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, τον επόμενο μήνα.

Οι μέσες τιμές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας στην αγορά επόμενης ημέρας κινούνται εδώ και 18 ημέρες μόνιμα κάτω από το όριο των 100 ευρώ ανά Μεγαβατώρα ή 0,10 ευρώ ανά κιλοβατώρα.

Η τάση αυτή δείχνει ως μη ανάστρεψιμη στο σύνολο των επόμενων ημερών υπό την προϋπόθεση βέβαια να συνεχίσουν οι αλκυονίδες ημέρες και οι σχετικά ισχυροί άνεμοι προκειμένου να λειτουργούν σε καθημερινή βάση οι φθηνές Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Αξίζει να σημειωθεί πως κατά μέσο όρο από τις 24 Ιανουαρίου έως και αύριο 10 Φεβρουαρίου, οπότε και η μέση χρηματιστηριακή τιμή ενέργειας κινείται σε επίπεδα από τα 69 ευρώ έως και τα 92 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, το μερίο των ΑΠΕ (συνυπολογίζοντας και τα υδροηλεκτρικά) στην ηλεκτροπαραγωγή είναι πάνω από το 46%. Μερίδιο σημαντικά υψηλό αν αναλογιστεί κανείς πως ο μέρα έναντι της νύχτας ακόμη υστερεί σε ώρες διάρκειας.