Του Σάββα Παυλίδη
Στη σκιά της ακρίβειας που συνθλίβει τα νοικοκυριά και της εργασιακής απορρύθμισης που προκαλεί ευρύ κοινωνικό αναβρασμό, η κυβέρνηση με τα μέτρα που ανήγγειλε από τη ΔΕΘ, και τα οποία εξειδίκευσε σήμερα ο υπ. Οικονομικών, πέτυχε μόνο ένα στόχο: να πείσει πως όλα βαίνουν καλώς, ακόμη κι όταν τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο.
Ο πρωθυπουργός επανέλαβε το γνωστό αφήγημα περί «δημοσιονομικής σταθερότητας», επικαλούμενος κινδύνους ανισορροπίας αν γίνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις υπέρ των πολιτών. Παρότι βρίσκεται στην εξουσία για πάνω από έξι χρόνια, επιχείρησε να εμφανίσει τις σημερινές δυσκολίες ως αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων και όχι κυβερνητικών επιλογών.
Αν και παραδέχτηκε πως η ακρίβεια αποτελεί το μείζον ζήτημα για την κοινωνία, έσπευσε να τη σχετικοποιήσει αποδίδοντάς την στην αύξηση του… τουρισμού!
Η νέα φορολογική μεταρρύθμιση, την οποία χαρακτήρισε «η πιο ριζοσπαστική της Μεταπολίτευσης», παρουσιάστηκε ως απάντηση στη συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος. Ωστόσο, απέφυγε να δεσμευτεί για μέτρα όπως η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού ή η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά. Παρεμβάσεις που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θεωρούνται αυτονόητες.
Σε ερώτηση για οικογένειες που ζουν με οριακά εισοδήματα, ο πρωθυπουργός υποστήριξε πως η πολιτική του είναι στοχευμένη ακριβώς για αυτές τις ομάδες, χωρίς όμως να εξηγήσει πώς ακριβώς οι υψηλοί έμμεσοι φόροι, οι ανεξέλεγκτες τιμές και η απουσία ουσιαστικών ελέγχων συνιστούν μορφή ανακούφισης. Μάλιστα έκανε σημεία… το γεγονός πως μία οικογένεια με δύο παιδιά και εισόδημα έως 20 χιλ. ευρώ το χρόνο, θα έχει τη δυνατότητα πλέον να καταγράφει έσοδα… 50 ευρώ παραπάνω το μήνα.
Ταυτοχρόνως, υπερασπίστηκε την επιλογή του να μην προχωρήσει σε μείωση του ΦΠΑ, υποστηρίζοντας πως το όφελος θα πήγαινε στις επιχειρήσεις και όχι στους καταναλωτές. Αντί όμως να ανακοινώσει μηχανισμούς ελέγχου και αποτροπής αισχροκέρδειας, αρκέστηκε στην παραδοχή ότι «η αγορά θα αυτορυθμιστεί» — την ώρα που η Κομισιόν προειδοποιεί την Ελλάδα για παραβίαση ευρωπαϊκών οδηγιών σχετικά με τον ΦΠΑ σε τρόφιμα και φάρμακα.
Η μεγαλύτερη, ίσως, ένδειξη αποσύνδεσης από την κοινωνική πραγματικότητα ήρθε όταν ρωτήθηκε για την εργασία 13 ωρών στον ίδιο εργοδότη. Αντί να αναγνωρίσει ότι η ανάγκη για δεύτερη δουλειά προκύπτει από ανεπαρκείς μισθούς και αυξημένο κόστος ζωής, μίλησε για «δικαίωμα επιλογής».
Κατά τον πρωθυπουργό, το 13ωρο δεν είναι εξαναγκασμός αλλά «ευκαιρία για αυξημένα έσοδα». Παρέλειψε βεβαίως να εξηγήσει πώς ένας εργαζόμενος μπορεί να ασκήσει «επιλογή» όταν η εναλλακτική είναι η ανεργία ή η ανέχεια. Ακόμη και όταν αναφέρθηκε στην «προστασία από απόλυση» σε περίπτωση άρνησης υπερωριακής εργασίας, δεν απάντησε στο πώς ο εργαζόμενος θα αποδείξει την άρνησή του «καλής πίστης», όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, και δη ενώπιον δικαστηρίου.
Η επίμαχη διάταξη δεν αναφέρει ρητά ότι απαιτείται συναίνεση του εργαζομένου για την υπερεργασία. Αντίθετα, παραπέμπει σε γενικές αρχές του Εργατικού Δικαίου περί «καλής πίστης», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο η μη συμμόρφωση να θεωρείται καταχρηστική.
Ουσιαστικά, η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει ως «ευελιξία» ένα πλαίσιο που νομιμοποιεί την υπερεργασία και μεταθέτει το βάρος των αντοχών σωματικών και ψυχολογικών αποκλειστικά στον εργαζόμενο.
Ο πρωθυπουργός έκλεισε τη συνέντευξη με τη γνωστή αισιοδοξία περί «καλύτερων ημερών που έρχονται». Όμως η πραγματικότητα που βιώνει η πλειοψηφία των πολιτών διαψεύδει το κυβερνητικό αφήγημα.
Αντί να ακούσει την κοινωνία και να αναπροσαρμόσει την πολιτική του, ο πρωθυπουργός επέλεξε για άλλη μια φορά να μεταθέσει τις ευθύνες, να αποφύγει τις δεσμεύσεις και να υπερασπιστεί ένα μοντέλο που φέρνει περισσότερες ανισότητες, λιγότερες εγγυήσεις και συνεχή πίεση στους πιο αδύναμους.