Του Σάββα Παυλίδη
Καθώς πλησιάζει η φετινή ΔΕΘ, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παρουσιάσει για ακόμη μια φορά ένα πακέτο εξαγγελιών που φιλοδοξεί να ενισχύσει την εικόνα της «υγιούς οικονομίας» και της «κοινωνικής μέριμνας». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να παρουσιάσει ένα νέο πλέγμα μέτρων ύψους 1,5 δισ. ευρώ, το οποίο θα παρουσιαστεί ως έμπρακτη στήριξη στους πολίτες που πλήττονται από την ακρίβεια και τις διαρκείς οικονομικές αναταράξεις.
Ωστόσο, πίσω από τη βιτρίνα των αριθμών και των υποσχέσεων, κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Τα χρήματα για τα μέτρα δεν προέρχονται από μια υγιή αναπτυξιακή δυναμική ή από την αύξηση της παραγωγικότητας της χώρας. Είναι αποτέλεσμα των περίφημων «ματωμένων πλεονασμάτων», των άδικων έμμεσων φόρων και της συρρίκνωσης βασικών δημόσιων δαπανών. Σε μια χώρα που παραμένει καθηλωμένη ως προς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και όπου η μεσαία τάξη συνεχίζει να πιέζεται, η παρουσίαση τέτοιων πλεονασμάτων ως επιτυχία μοιάζει περισσότερο με πολιτική διαχείριση εντυπώσεων παρά με πραγματική οικονομική πρόοδο.
Η φορολογική πολιτική της κυβέρνησης είναι ένας ακόμη τομέας όπου οι εξαγγελίες αποκλίνουν από την πραγματικότητα. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά έμμεσης φορολόγησης στην Ευρώπη. Η συντριπτική πλειονότητα των φορολογικών εσόδων προέρχεται από έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, οι οποίοι επιβαρύνουν δυσανάλογα τους οικονομικά ασθενέστερους. Ενώ οι άμεσοι φόροι, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αναδιανεμητικά και να στοχεύσουν τα υψηλά εισοδήματα, διατηρούνται σε χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι, ο κρατικός μηχανισμός εξακολουθεί να ροκανίζει πλαγίως το εισόδημα των «μη εχόντων», χωρίς να διαμορφώνει ένα δίκαιο και βιώσιμο σύστημα φορολογικής κατανομής.
Ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση επικαλείται αύξηση των επενδύσεων, χρησιμοποιώντας ως βασικό της επιχείρημα την άνθιση της αγοράς ακινήτων. Όμως η αύξηση αυτή δεν αντανακλά απαραίτητα τη μεγέθυνση της παραγωγικής οικονομίας. Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που εισρέουν κατευθύνεται στο real estate και μάλιστα κυρίως μέσω μεγάλων επενδυτικών σχημάτων, τα γνωστά funds, τα οποία επωφελούνται από την αδυναμία των πολιτών να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια. Οι αναγκαστικοί πλειστηριασμοί, η δευτερογενής αγορά δανείων και οι διαδικασίες εκκαθάρισης ακινήτων γίνονται εργαλείο πλουτισμού ορισμένων εις βάρος της κοινωνίας.
Η κατάσταση επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από την πολιτική της χρυσής βίζας (Golden Visa), η οποία συνδέει την αγοραπωλησία ακινήτων με την παροχή άδειας παραμονής. Αντί να λειτουργήσει ως μέσο για στρατηγικές επενδύσεις, μετατρέπεται σε εργαλείο πληθωρισμού των τιμών, δημιουργώντας ακόμη περισσότερα εμπόδια για τους Έλληνες πολίτες που αδυνατούν να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν ιδιόκτητη κατοικία.
Η επίσημη ρητορική της κυβέρνησης συχνά περιστρέφεται γύρω από τη «σημαντική μείωση της ανεργίας». Αυτό που αποσιωπάται είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται πλέον οι νέοι. Η ευελιξία της εργασίας, οι μισθοί των 700 ευρώ, τα ενοίκια των 500+, η αδυναμία αποταμίευσης και η μαζική μετανάστευση νέων με υψηλή κατάρτιση είναι η πραγματική εικόνα. Δεν αρκεί να μειώνεται απλώς το ποσοστό ανεργίας για να μπαίνει ως τίτλος στα φιλοκυβερνητικά μέσα. Χρειάζεται οι πολίτες να εργάζονται υπό όρους που τους εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή ζωή. Σήμερα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να πείσουν για το αντίθετο.
Ακολούθως, και στο χώρο της ενέργειας, η κυβέρνηση εμφανίζεται αδύναμη (ή απρόθυμη) να παρέμβει ουσιαστικά. Η αγορά έχει «καρτελοποιηθεί» στα χέρια ελάχιστων μεγάλων παικτών, οι οποίοι συνεχίζουν να αποκομίζουν τεράστια κέρδη, την ώρα που οι καταναλωτές βλέπουν τους λογαριασμούς τους να εκτοξεύονται. Δεν έχουν ληφθεί ουσιαστικά μέτρα για να σπάσει αυτό το ολιγοπώλιο, ούτε για την προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών.
Παράλληλα, το φαινόμενο της ακρίβειας είναι γενικευμένο και διαρκές. Παρά τις υποσχέσεις για ελέγχους και τιμωρίες, η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση αγνοεί επιδεικτικά τον πρωτογενή τομέα, ο οποίος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στις αυξήσεις τιμών. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι παραμένουν εκτεθειμένοι, χωρίς επαρκή στήριξη. Επιπλέον, τα σκάνδαλα στους εποπτευόμενους φορείς του αγροτικού τομέα, όπως αυτό του ΟΠΕΚΕ, αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει σαφής στρατηγική ή διαφάνεια στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων. Ο ψίθυρος για ενδεχόμενα νέα προβλήματα στον ΕΛΓΑ ενισχύει την ανησυχία για το μέλλον και προβληματίζει εν νέου τη κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα, η περιφέρεια, παρά τα μεγάλα λόγια και τις «ψηφιακές μεταρρυθμίσεις», βιώνει μια σταδιακή αποδόμηση. Μικρές βιοτεχνίες και επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη, καθώς δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις ή ουσιαστική στήριξη. Η ερήμωση επαρχιακών πόλεων και χωριών συνεχίζεται, δημιουργώντας ένα δίπολο ευημερίας σε λίγα μεγάλα αστικά κέντρα και εγκατάλειψης στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Επιστρέφοντας στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής, η ανάγκη για μια γενναία μείωση των φόρων είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη προχωρήσει στη μηδενική επιβολή ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, αναγνωρίζοντας τη σημασία της προστασίας των ευάλωτων ομάδων. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν ακολουθεί, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί υψηλούς συντελεστές, αυξάνοντας τις ανισότητες. Παράλληλα, η κυβέρνηση αγνοεί επιδεικτικά την ανάγκη να επιβληθεί έκτακτη φορολόγηση στα υπερκέρδη των τραπεζών, οι οποίες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου. Το τραπεζικό σύστημα συνεχίζει να κερδοφορεί σε βάρος των πολιτών, την ώρα που οι τελευταίοι βλέπουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις να γίνονται δυσβάσταχτες.
Συμπερασματικά λοιπόν, η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ δεν είναι απλώς μια ευκαιρία επικοινωνιακής διαχείρισης. Είναι μια στιγμή που αξίζει να εξεταστεί με σοβαρότητα και κριτική σκέψη. Διότι πίσω από τα χαμόγελα, τις υποσχέσεις και τα νούμερα, υπάρχει μια Ελλάδα που νιώθει ότι μένει πίσω. Μια Ελλάδα που βλέπει τις προοπτικές της να συρρικνώνονται και τη φωνή της να μην ακούγεται.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να σταματήσουν κάποιοι να χειροκροτούν τους πίνακες και να στρέψουν το βλέμμα τους προς την ελληνική κοινωνία και την δύσκολη καθημερινότητα της.