Παρασκευή, 6 Ιουνίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος: Η υπόθεση της Μονής Αγίας Αικατερίνης δεν είναι ένα απλό νομικό ζήτημα

Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος | Διεθνολόγος

“Η υπόθεση της Μονής Αγίας Αικατερίνης δεν είναι ένα απλό νομικό ζήτημα, αλλά αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το διεθνές δίκαιο, η πολιτιστική διπλωματία και η γεωπολιτική συνυπάρχουν σε έναν χώρο υψηλού συμβολισμού. “

Η Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά αποτελεί διαχρονικό σύμβολο της χριστιανικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, λειτουργώντας ως κιβωτός πνευματικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς από την ύστερη αρχαιότητα. Το καθεστώς της Μονής επανήλθε στη δημόσια σφαίρα εξαιτίας σειράς νομικών εξελίξεων στην Αίγυπτο που αφορούν την ιδιοκτησία της επί των μοναστικών υποδομών και την ευρύτερη δυνατότητα λειτουργίας της στο σημερινό πλαίσιο του αιγυπτιακού κράτους. Η εμπλοκή της ελληνικής διπλωματίας και οι δημόσιες παρεμβάσεις αξιωματούχων όπως ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος προσδίδουν στην υπόθεση χαρακτήρα που υπερβαίνει το θρησκευτικό ή διοικητικό επίπεδο, αναδεικνύοντας μια σύνθετη διπλωματική πρόκληση.

Η αμφισβήτηση του καθεστώτος της Μονής εντοπίζεται ήδη από το 2010, στο πλαίσιο ανόδου ισλαμιστικών στοιχείων στην Αίγυπτο, και εκδηλώνεται με την έκδοση μιας αρνητικής πρωτόδικης απόφασης για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εγκαταστάσεων της Μονής. Παρότι η απόφαση δεν αμφισβητεί τη θρησκευτική αποστολή της Μονής, εγείρει εμπόδια στη διαχείριση και βιωσιμότητα της μοναστικής ζωής στο Σινά. Ζητήματα όπως η έλλειψη αιγυπτιακής ιθαγένειας των μοναχών –πλην του Αρχιεπισκόπου και Ηγουμένου– και η αβεβαιότητα ως προς τη νομική κυριότητα επί των κτηρίων καθιστούν την κατάσταση ιδιαίτερα εύθραυστη.

Η ελληνοαιγυπτιακή διπλωματική σύμπλευση, ενισχυμένη από την τριμερή συνεργασία με την Κύπρο και την ενθάρρυνση διεθνών παραγόντων, οδήγησε σε ένα προσχέδιο συμφωνίας μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Σινά και των αιγυπτιακών αρχών. Το σχέδιο, το οποίο είχε λάβει δημοσίως τη στήριξη των Προέδρων Σίσι και Μητσοτάκη, στόχευε σε έναν εξώδικο συμβιβασμό πριν από την τελεσιδικία της υπόθεσης. Ωστόσο, η εσπευσμένη έκδοση της εφετειακής απόφασης, πριν την υλοποίηση της συμφωνίας, δημιούργησε ένα νομικό τετελεσμένο που ανατρέπει τις πολιτικές εγγυήσεις.

Η αντίφαση ανάμεσα στις δηλώσεις της αιγυπτιακής Προεδρίας και στη δικαστική έκβαση της υπόθεσης θέτει ερωτήματα για την εσωτερική συνοχή της αιγυπτιακής κρατικής πολιτικής και εγείρει ζητήματα αξιοπιστίας έναντι διεθνών θεσμών, όπως η UNESCO, ενώ παράλληλα εκθέτει τα όρια της έννοιας της διάκρισης των εξουσιών σε καθεστώτα με περιορισμένη θεσμική διαφάνεια.

Η Αίγυπτος, στο πλαίσιο της αναγνώρισης της Μονής ως Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO, έχει καταθέσει φάκελο που περιλαμβάνει ρητές δεσμεύσεις για την προστασία της θρησκευτικής και πολιτιστικής λειτουργίας του χώρου. Οι δεσμεύσεις αυτές, εφόσον ερμηνευθούν υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, δεν αφορούν απλώς την αρχιτεκτονική διατήρηση, αλλά εμπεριέχουν στοιχεία διασφάλισης του πνευματικού χαρακτήρα του μοναστηριού. Η νομική αμφισβήτηση της κυριότητας θέτει σε κίνδυνο τη συμμόρφωση της Αιγύπτου με τις διεθνείς της υποχρεώσεις, γεγονός που ενδεχομένως να έχει συνέπειες στην παγκόσμια πολιτιστική πολιτική της χώρας.

Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρό έννομο συμφέρον (locus standi) να παρακολουθεί την υπόθεση, χωρίς να απαιτείται διακρατική συμφωνία. Η αναβίωση της διαπραγμάτευσης, είτε υπό τη μορφή επικαιροποίησης του αρχικού σχεδίου είτε ως διακρατικής συμφωνίας, θα μπορούσε να προσφέρει ένα λειτουργικό πλαίσιο για την προστασία της Μονής, εντός των ορίων του αιγυπτιακού συνταγματικού συστήματος. Η ελληνοαιγυπτιακή πολιτική σχέση, παρά τις ιστορικές αστάθειες, έχει αποδείξει ότι μπορεί να αποδώσει καρπούς όταν υπάρχει πολιτική βούληση.

Η υπόθεση της Μονής Αγίας Αικατερίνης δεν είναι λοιπόν ένα απλό νομικό ζήτημα, αλλά αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το διεθνές δίκαιο, η πολιτιστική διπλωματία και η γεωπολιτική συνυπάρχουν σε έναν χώρο υψηλού συμβολισμού. Η Μονή λειτουργεί όχι μόνο ως θρησκευτικό καταφύγιο, αλλά και ως φορέας διεθνούς διαλόγου, διαθρησκειακής συνύπαρξης και πολιτιστικής σταθερότητας σε μια ταραχώδη γεωγραφική περιοχή. Η διατήρηση του καθεστώτος της αποτελεί δοκιμασία τόσο για την Αίγυπτο όσο και για την Ελλάδα, ως κράτη που επιθυμούν να επιδείξουν προσήλωση στον σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας, της διεθνούς συνεργασίας και της πολιτιστικής μνήμης.