Του Κώστα Παππά
Μπορεί το βλέμμα μας τις προηγούμενες μέρες να στάθηκε στις πρωτοφανείς μεθοδεύσεις της κυβέρνησης για την πρόταση προανακριτικής στη Βουλή για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, μπορεί ο πολιτικός βίος της χώρας να ασχολείται με σκάνδαλα που ήρθαν ή εκείνα που θα εμφανιστούν σύντομα μέσα από την έρευνα των Βρυξελλών για τα πάσης φύσεως κοινοτικά κονδύλια, μπορεί ΝΑ συζητάμε για ώρες για την κρίση που σοβεί στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας με μια αδύναμη πλέον κυβέρνηση και μια σχεδόν ανύπαρκτη αντιπολίτευση , δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία οτι ο σταθερά επιδεινούμενος δείκτης της ακρίβειας στην Ελλάδα θα είναι εκείνος που τελικά σε μεγάλο βαθμό θα κρίνει και το αποτέλεσμα των εκλογών όποτε και αν αυτές γίνουν.
Έμπειροι πολιτικοί αναλυτές σημειώνουν σε κάθε ευκαιρία ότι οι πολίτες και όχι μόνο στην Ελλάδα , ψηφίζουν με την τσέπη. Εκεί κρίνονται πολλά. Στην Ελλάδα σήμερα είτε μιλάμε για την αγοραστική δύναμη, είτε αναφερόμαστε στο κόστος στέγασης που αυξήθηκε στα ενοίκια 50% τα τελευταία χρόνια, είτε μιλάμε για το κόστος ενέργειας στο ρεύμα , είτε στα είδη πρώτης ανάγκης για την διατροφή , είτε αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα η κατάσταση είναι εξαιρετικά επιβαρυντική για τον καθένα. Μια απλή ανάγνωση των κρίσιμων οικονομικών ποιοτικών στοιχείων των ερευνών κοινής γνώμης μπορεί να μας πείσει.
Ωστόσο το θέμα του πληθωρισμού , το οποίο τροφοδοτεί την ακρίβεια όχι μόνο δεν τιθασεύεται , αλλά ετοιμάζεται να δαγκώσει πιο γερά τις τσέπες μας το επόμενο εξάμηνο. Τα στοιχεία παραμένουν αποκαρδιωτικά και σίγουρα αν στην κυβέρνηση συνεχίζουν να τα αγνοούν τόσο επιδεικτικά όλο και πιο πολύ θα μοιάζουν με τον τιτανικό που πάει με φουλ τις μηχανές μπροστά στο παγόβουνο.
Τα νοικοκυριά στενάζουν υπό το βάρος των συνεχιζόμενων ανατιμήσεων, ενώ οι μισθοί υπολείπονται κατά πολύ των αναγκών. Παράλληλα, έρευνες δείχνουν ότι το 72% των στελεχών σούπερ μάρκετ και καταναλωτικών επιχειρήσεων αναμένει νέες αυξήσεις τιμών μέσα στο επόμενο εξάμηνο. Η ψυχολογία των καταναλωτών επιδεινώνεται, ενώ παρατηρείται σαφής μείωση της κατανάλωσης. Οι επιπτώσεις αυτές δεν πλήττουν μόνο τα νοικοκυριά αλλά και την ίδια την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα εκφρασμένο σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPS – Purchasing Power Standards) ανέρχεται στο 70% της Ε.Ε. και είναι το δεύτερο χαμηλότερο μετά τη Βουλγαρία. Για όσους ζουν από τον μισθό τους τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Η αγοραστική δύναμη του μέσου ισοδύναμου μισθού πλήρους απασχόλησης είναι η χαμηλότερη σε όλη την Ε.Ε., μόλις το 54% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τα ακριβότερα αγαθά στην Ελλάδα
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα διαθέτει ακριβότερα αγαθά που είναι απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση, όπως τα τρόφιμα, σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην Ελλάδα οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών – δείκτης επιπέδου τιμών ανέρχονται στο 86% του μέσου όρου της Ε.Ε.
Ομως ο δείκτης επιπέδου τιμών στα τρόφιμα και στα μη αλκοολούχα ποτά είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. κατά 5,8% (στο 105,8 / Ε.Ε. = 100). Στην κατηγορία «γάλα-τυριά-αβγά» η Ελλάδα είναι η ακριβότερη χώρα στην Ε.Ε., μαζί με την Κύπρο, με δείκτη επιπέδου τιμών 130,5 και 130,8 αντίστοιχα.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στην Ελλάδα πληρώνουμε ακριβότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. διατροφικά προϊόντα στα οποία θεωρητικά η Ελλάδα έχει επάρκεια. Για παράδειγμα, ο δείκτης επιπέδου τιμών στην κατηγορία έλαια-λίπη είναι 18% υψηλότερος από την Ε.Ε. Επίσης, ακριβότερα είναι τα ψάρια κατά 12,4%, αν και η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από νησιωτικότητα και αλιευτική δραστηριότητα. Ο δείκτης επιπέδου τιμών είναι επίσης υψηλότερος στο ψωμί και στα δημητριακά κατά 5,1%. Χαμηλότερος είναι μόνο στο κρέας (κατά 4,8%) και σε φρούτα-λαχανικά-πατάτες (10,8%).
Κίνδυνος για πληθωριστικό σοκ
Την ίδια ώρα ανησυχία εκφράζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για «ένα νέο πληθωριστικό σοκ».
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα, ο πληθωρισμός παραμένει ανθεκτικός, αρκετά πάνω από τον μέσο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη (1,9%) και ανήλθε τον Μάιο του 2025 στο 3,3%, σημαντικά αυξημένος τόσο σε σχέση με τον Μάιο του 2024 (2,4%) όσο και σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (2,6%). Οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές προκύπτουν από τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης, ενώ ανακόπηκε και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τροφίμων. «Οι προσπάθειες ενίσχυσης του ανταγωνισμού όπως και η ανίχνευση και αποτροπή τιμολόγησης σε συνθήκες ολιγοπωλιακής αγοράς θα πρέπει να εντατικοποιηθούν» σύμφωνα με τον επικεφαλής του Γραφείου Ιωάννη Τσουκαλά.