Του Κώστα Παππά
Η επανεμφάνιση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο, με πτήσεις οπλισμένων F-16 και αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα ακόμη «επεισόδιο ρουτίνας». Πρόκειται για μια συνειδητή πολιτική επιλογή της Άγκυρας, σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση έχει επενδύσει στρατηγικά στη λογική της αποκλιμάκωσης και των λεγόμενων «ήρεμων νερών». Και ακριβώς γι’ αυτό, η χρονική συγκυρία αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Η Τουρκία δείχνει να επαναφέρει το Αιγαίο στο προσκήνιο ως πεδίο πίεσης τη στιγμή που αισθάνεται ότι χάνει έδαφος σε άλλα μέτωπα. Η σταδιακή απομάκρυνσή της από δυτικά σχήματα ασφάλειας, όπως το πρόγραμμα SAFE, δεν είναι απλώς μια τεχνική ή θεσμική εξέλιξη. Αποτελεί πολιτικό μήνυμα περιορισμού της τουρκικής επιρροής, το οποίο η Άγκυρα επιχειρεί να αντισταθμίσει με στρατιωτική κινητικότητα. Όσο μειώνονται οι θεσμικοί δίαυλοι, τόσο αυξάνεται η ανάγκη επίδειξης ισχύος στο πεδίο.
Την ίδια στιγμή, οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο διαμορφώνουν ένα περιβάλλον που η Τουρκία αντιλαμβάνεται ως εχθρικό προς τα στρατηγικά της συμφέροντα. Το μνημόνιο συνεργασίας που υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία με τον Λίβανο ενισχύει τη θέση της Λευκωσίας και δημιουργεί νέα δεδομένα σε ό,τι αφορά τις θαλάσσιες ζώνες και την ενεργειακή συνεργασία. Για την Άγκυρα, κάθε τέτοια συμφωνία που προχωρά χωρίς τη δική της συμμετοχή εκλαμβάνεται ως απώλεια ελέγχου και ως ακόμη ένα βήμα εδραίωσης ενός πλαισίου στο οποίο η Τουρκία βρίσκεται εκτός.
Σε αυτό προστίθεται και η ενεργειακή αναβάθμιση της Ελλάδας. Οι συμφωνίες για υποδομές, διασυνδέσεις και τον ρόλο της χώρας ως ενεργειακού κόμβου μειώνουν τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας ως «αναγκαίου διαδρόμου» προς την Ευρώπη. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν περνά απαρατήρητη από την Άγκυρα. Αντιθέτως, φαίνεται να λειτουργεί ως καταλύτης νευρικών αντιδράσεων, με το Αιγαίο να μετατρέπεται ξανά σε χώρο επίδειξης δύναμης και δημιουργίας τετελεσμένων εντυπώσεων.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η ελληνική στρατηγική των «ήρεμων νερών» δοκιμάζεται στην πράξη. Η επιλογή της αποκλιμάκωσης και του διαλόγου είχε στόχο τη σταθερότητα και τη μείωση του κινδύνου ατυχήματος. Όμως οι νέες προκλήσεις θέτουν ένα σαφές πολιτικό ερώτημα: μέχρι ποιο σημείο μπορεί να διατηρηθεί αυτή η γραμμή χωρίς να εκληφθεί από την τουρκική πλευρά ως ανοχή ή αδυναμία;
Η Αθήνα βρίσκεται μπροστά σε μια λεπτή ισορροπία. Από τη μία, δεν επιθυμεί την επιστροφή σε μια περίοδο διαρκούς έντασης. Από την άλλη, δεν μπορεί να αγνοήσει κινήσεις που υπονομεύουν την κυριαρχία και δημιουργούν επικίνδυνα προηγούμενα. Τα «ήρεμα νερά» δεν μπορούν να σημαίνουν απουσία αντίδρασης. Οφείλουν να συνοδεύονται από σαφή αποτρεπτικά μηνύματα, διπλωματική κινητοποίηση και υπενθύμιση ότι η αποκλιμάκωση δεν είναι μονόπλευρη υποχρέωση.
Η επιστροφή της έντασης στο Αιγαίο, τελικά, αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο: μια Τουρκία που αντιδρά σε έναν περιφερειακό συσχετισμό δυνάμεων που αλλάζει και μια Ελλάδα που καλείται να αποδείξει ότι η στρατηγική της ψυχραιμίας δεν είναι συνώνυμη της παθητικότητας. Το επόμενο διάστημα θα δείξει αν τα «ήρεμα νερά» μπορούν να αντέξουν σε ένα περιβάλλον όπου η πρόκληση παραμένει εργαλείο πολιτικής.




