Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Από την Αδριατική προς τη Μεσόγειο με το βλέμμα στραμμένο στην Ανατολή

Franco Casadidio- Πρόεδρος της Επιτροπής για τους εορτασμούς του Αγίου   Tommaso da Tolentino (Comitato  per le celebrazioni  del Beato Tommaso da Tolentino )

Το Girolamo di Ascoli Piceno (μια πολύ όμορφη αρχαία πόλη της περιοχής Μarche της Ιταλίας), του θρησκευτικού τάγματος των Φραγκισκανών, τον Φεβρουάριο του 1288
στέφθηκε Πάπας με το όνομα  Νικόλαος Δ ́.

Το 1272 είχε αποσταλεί στη Sclavonia ως επαρχιακός υπουργός της περιοχής που περιλάμβανε τη σημερινή Δαλματία και άλλες περιοχές της βαλκανικής χερσονήσου. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους, ο πάπας Γρηγόριος Ι ́ τον όρισε υπεύθυνο της ευαίσθητης αποστολής που εστάλη για διαπραγματεύσεις με τον βυζαντινό αυτοκράτορα ΜιχαήλΗ ́ Παλαιολόγο για την ένωση της ελληνικής και της λατινικής Εκκλησίας.

Το Πάσχα του 1288, στην πρώτη σημαντική τελετή της θητείας του, ο πάπας Νικόλαος Δ ́ είχε στη Ρώμη μια εξαιρετική συνάντηση λόγω της προέλευσης του απεσταλμένου: τον Rabban Bar Sawma, γεννημένο στο Πεκίνο της Κίνας, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της μογγολικής δυναστείας των Γιουάν. Ο σοφός νεστοριανός μοναχός είχε σταλεί από τον ιλχάνη της Περσίας Arghun ως επικεφαλής αντιπροσωπείας με διττή αποστολή: να ζητήσει λατίνους ιερωμένους για να σταλούν στην αυλή του σπουδαίου αυτοκράτορα Κουμπλάι Χαν και να προτείνει μια στρατιωτική συμμαχία με στόχο την καταπολέμηση των μουσουλμάνων στη Μέση Ανατολή και την ανακατάληψη της Αγίας Πόλης, της Ιερουσαλήμ.

Η θητεία του Νικολάου Δ ́ χαρακτηρίστηκε από την απαρέγγλιτη προσοχή του στη Μέσης και Άπω Ανατολή· συνεπώς, οι ενδιαφέρουσες προτάσεις του Πέρση ηγεμόνα και τα λυπηρά νέα για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ τον ώθησαν να λάβει επείγουσες αποφάσεις και άμεσα μέτρα
τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του προς τους σημαντικότερους μονάρχες, πατριάρχες και των δυτικών
στρατιωτικών ταγμάτων, δεν κατάφερε να οργανώσει στρατιωτική εκστρατεία πριν από την πτώση του Αγίου Ιωάννη της Άκρας τον Μάιο του 1291.
Αντίθετα, πιο επιτυχής ήταν η αποστολή, μεταξύ του 1289 και του 1290, φραγκισκανών ιεραποστόλων όπως ο αδελφός Giovanni da Montecorvino στο Cathay (σημερινή βόρεια
Κίνα) και ο αδελφός Tommaso da Tolentino στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, οι οποίοι είχαν αναλάβει όχι μόνο θρησκευτικούς αλλά και διπλωματικούς ρόλους. Ο Giovanni, αφού διέσχισε την Αρμενία και την Περσία και έμεινε για δεκατρείς μήνες στη νότια Ινδία, έφτασε στις αρχές του 1294 στην αυλή του Khān bālīq (σημερινό Πεκίνο), όπου στο μεταξύ ο Timur Olgeitu είχε διαδεχθεί τον Kublai.

Τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1307, ο Tommaso da Tolentino, ξεκινώντας από την Tabriz στην Περσία και ύστερα από ένα μακρύ, επίπονο και περιπετειώδες ταξίδι μέχρι την Poitiers
στη Γαλλία, ενημέρωσε τον πάπα Κλήμη Ε ́, στο πλαίσιο καρδιναλικής συνόδου, σχετικά με το περιεχόμενο των δύο τελευταίων επιστολών του Ιωάννη και την κατάσταση της
αποστολής στην Κίνα. Ο Πάπας, βαθιά εντυπωσιασμένος και ενθουσιασμένος από τις απροσδόκητες επιτυχίες, ζήτησε αμέσως από τον γενικό υπουργό των Φραγκισκανών να
επιλέξει επτά αδελφούς, να τους ορίσει επισκόπους και να τους αποστείλει στην Ταταρία (Αυτοκρατορία των Τατάρων), ώστε να καθαγιάσουν με τη σειρά τους τον Giovanni da Montecorvino, ως αρχιεπίσκοπο στο Khān bālīq, αναθέτοντάς του τη δικαιοδοσία και τη φροντίδα των ψυχών σε όλη την επικράτεια των Τατάρων (όπως ονομάζονταν επίσης οι Μογγόλοι).

Το 1320, ο Tommaso da Tolentimo έλαβε άδεια να φύγει από το μοναστήρι της Tabriz και οργάνωσε ταξίδι προκειμένου να επισκεφθεί στην Κίνα τον φίλο του, τον αρχιεπίσκοπο
Ιωάννη, μαζί με τους Φραγκισκανούς Giacomo da Padova, Pietro da Siena, τον καυκάσιο διερμηνέα Demetre da Tbilisi και τον Δομινικανό ιερωμένο, τον Γάλλο Jourdain Catalani
de Sévérac. Αναχώρησαν από το Hormuz, με προορισμό αρχικά το Quilon (Kollam) στη νότια Ινδία. Λόγω τρικυμίας, ο Tommaso και οι σύντροφοί του αναγκάστηκαν να
αποβιβαστούν στη δυτικοκεντρική ακτή της Ινδίας, τότε υπό την κυριαρχία του Ghiyath al-Din Tughluq, σουλτάνου του Δελχί. Εκεί, στη Θάνε (σήμερα επαρχία της μητρόπολης της
Βομβάης), φιλοξενήθηκαν από οικογένεια νεστοριανών χριστιανών.
Εξαιτίας ενός έντονου διαπληκτισμού μεταξύ του συζύγου και της συζύγου που τους φιλοξενούσαν, ο Θωμάς και οι άλλοι κλήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον του μάλικ,
κυβερνήτη της πόλης, και ανακρίθηκαν από τον καδί, τη θρησκευτική και δικαστική αρχή, σχετικά με την πίστη τους. Οι Λατίνοι αδελφοί δεν απέκρυψαν το γεγονός ότι ήταν
Χριστιανοί και προσπάθησαν να αποφύγουν κάθε σύγκρουση· αλλά όταν η αντιπαράθεση γύρω από θρησκευτικά θέματα μετατράπηκε σε ρητή απαίτηση άρνησης της πίστης τους, η κατάσταση κλιμακώθηκε και ημουσουλμανική θρησκευτική αρχή διέταξε πρώτα να τους
βασανίσουν και στη συνέχεια να τους θανατώσουν.

Ο Tommaso, o Demetre και o Giacomo, απεβίωσαν στις 9 Απριλίου 1321· ο Petro da Siena συνελήφθη και θανατώθηκε δύο ημέρες αργότερα. Λίγα χρόνια αργότερα τα οστά τους
συλλέχθηκαν από τον αδελφό Odorico da Pordenone, συγγραφέα του «Racconto delle Meraviglie dell’Oriente dei Tartari» («Διήγησης των Θαυμάτων της Ανατολής των
Τατάρων»/1331) και από τον ίδιο, με κίνδυνο και απόλυτη μυστικότητα, μεταφέρθηκαν με πλοίο μέχρι το Quanzhou στη νότια Κίνα, σε ένα από τα δύο φραγκισκανικά μοναστήρια που υπήρχαν εκεί, όπου τιμήθηκαν ως λείψανα αγίων μαρτύρων.

Στα τέλη του 14ου αιώνα, το κρανίο του Tommaso μεταφέρθηκε στο Tolentino, τη γενέτειρά του, όπου καλλιεργήθηκε λαϊκή λατρεία η οποία, επτά αιώνες αργότερα, παραμένει ακόμη ζωντανή και εκδηλώνεται στη διατήρηση και ετήσια τελετή του λειψάνου. Η ίδια ευλάβεια
συνεχίζεται ακόμη σήμερα στην καθολική εκκλησία του St. John the Baptist στη Thane της Αρχιεπισκοπής της Βομβάης, χάρη στο ανανεωμένο ενδιαφέρον που προώθησε ο καρδινάλιος Valerian Gracias, ο οποίος το 1965, μαζί με αντιπροσωπεία δεκαοκτώ επιφανών εκπροσώπων της Ινδικής Εκκλησίας, επισκέφθηκε το Tolentino για να αποτίσει φόρο τιμής σε εκείνον τον τολμηρό ιεραπόστολο- διπλωμάτη.