Του Σάββα Παυλίδη
Σε μια συγκυρία όπου η ελληνική εξωτερική πολιτική κινείται προς άγνωστα μονοπάτια, η παρουσία και η βράβευση του Κώστα Καραμανλή από το Ελληνοκινεζικό Επιμελητήριο έρχεται να υπενθυμίσει μια παλαιότερη (και για πολλούς πιο ισορροπημένη) εποχή. Ο πρώην πρωθυπουργός, παρά το νέο κλίμα καχυποψίας απέναντι στην Κίνα και το κλείσιμο της ψαλίδας των επιλογών της Αθήνας, αποδέχθηκε την πρόσκληση και θα παραστεί κανονικά στην εκδήλωση όπου θα τιμηθεί παρουσία του Κινέζου πρέσβη.
Η επιλογή του αυτή δεν είναι απλώς μια τυπική συμμετοχή σε μια τελετή αλλά λειτουργεί ως υπενθύμιση μιας εξωτερικής πολιτικής που, όσο κι αν αμφισβητήθηκε, έθεσε τη χώρα σε έναν χάρτη ευκαιριών που σήμερα μοιάζουν σχεδόν απαγορευμένες.
Ο Κώστας Καραμανλής υπηρέτησε πάντοτε έναν ρεαλισμό που δεν αμφισβήτησε ποτέ τον δυτικό προσανατολισμό της Ελλάδας. Στήριξε την ενεργή συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διατήρησε στενούς δεσμούς με την Ουάσιγκτον και δεν συγκρούστηκε αχρείαστα με κανέναν από τους δύο πόλους ισχύος. Ωστόσο, διαφοροποιήθηκε από τους προκατόχους του σε ένα σημείο, καθώς δεν αντιμετώπισε την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική ως «πολυτέλεια» αλλά ως προϋπόθεση εθνικής ασφάλειας.
Στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του άνοιξε δίαυλο επικοινωνίας με μεγάλες δυνάμεις πέραν της Δύσης, ενισχύοντας τη συνεργασία με τη Ρωσία και, κυρίως, εμβαθύνοντας τις σχέσεις με την Κίνα. Η συμφωνία για την επένδυση της COSCO στον Πειραιά (η οποία τότε είχε χαιρετιστεί από σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα) αποτέλεσε τομή στην ελληνική ναυτιλία και στην οικονομική διπλωματία της χώρας.
Σήμερα, την εποχή που Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες επιθυμούν να περιορίσουν την κινεζική επιρροή σε κρίσιμες υποδομές στην Ευρώπη, ο Κώστας Καραμανλής δεν εμφανίζεται πρόθυμος να ξαναγράψει την ιστορία. Θεωρεί ότι οι σχέσεις χτίζονται με συνέχεια, όχι με πανικόβλητες αναδιπλώσεις. Και με αυτό το σκεπτικό δέχεται να τιμηθεί από έναν φορέα συνδεδεμένο με την Κίνα, χωρίς να φοβάται την πολιτική ερμηνεία της κίνησής του.
Άλλωστε εφόσον μιλάμε για εξωτερική πολιτική που δεν φοβόταν τις συγκρούσεις μπροστά στο εθνικό συμφέρον, κορυφαία στιγμή της εξωτερικής του πολιτικής (και ίσως η κληρονομιά που περισσότερο αναγνωρίζεται διεθνώς) είναι η στάση που κράτησε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008. Τότε, ο Κώστας Καραμανλής δεν δίστασε να ασκήσει βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ, θέτοντας ως απαράβατο όρο την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας.
Ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που η Ελλάδα είπε «όχι» σε ένα στρατηγικό αίτημα των ΗΠΑ χωρίς να το πληρώσει διπλωματικά. Αντιθέτως, η ελληνική θέση έγινε σεβαστή διεθνώς και αναγνώρισε ότι η Αθήνα μπορούσε (όταν έπρεπε) να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα χωρίς κραυγές αλλά με σταθερότητα.
Το Βουκουρέστι, λοιπόν, κατέδειξε την άλλη πλευρά της καραμανλικής σχολής εξωτερικής πολιτικής, την ικανότητα δηλαδή να ασκεί πίεση χωρίς να σπάει τις γέφυρες.
Επιστρέφοντας στο παρόν, το γεγονός ότι ο πρώην πρωθυπουργός συνεχίζει να διατηρεί σχέσεις με την Κίνα και να εμφανίζεται σε εκδηλώσεις που δεν συνάδουν πλήρως με το νέο αμερικανικό δόγμα, μοιάζει για ορισμένους ως υπενθύμιση ενός εναλλακτικού τρόπου άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Μιας πολιτικής όπου οι συμμαχίες δεν είναι μονόδρομος και όπου οι χώρες, μικρές ή μεγάλες, μπορούν να διεκδικούν ρόλο αντί να αρκούνται σε υπακοή. Στην πράξη, αυτό που κάνει σήμερα ο Καραμανλής δεν είναι… προκλητικό. Είναι συνεπές.
Συνεχίζει αυτό που ξεκίνησε, μια Ελλάδα ανοιχτή σε όλες τις πλευρές του διεθνούς συστήματος, έτοιμη να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά ικανή παράλληλα να χτίζει δεσμούς και με άλλες δυνάμεις όταν αυτό εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.


