Του Διονύση Τσιριγώτη, Αναπληρωτή Καθηγητή, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας,
Διεθνών Σχέσεων και Διπλωματίας, του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε σημείο στρατηγικής μετάβασης, όπου η ενέργεια, η γεωπολιτική και η οικονομική διπλωματία συμπλέκονται, αναδιαμορφώνοντας το περιφερειακό της αποτύπωμα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η διεθνής συγκυρία μετά το 2022, και ιδίως ο αναπροσδιορισμός των ενεργειακών προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύστερα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανέδειξαν την ανάγκη διαφοροποίησης προμηθευτών, ενίσχυσης της στρατηγικής αυτονομίας και αύξησης της ανθεκτικότητας των ευρωπαϊκών υποδομών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα επιδιώκει να αξιοποιήσει τη γεωγραφική της θέση, τη ναυτιλιακή της ισχύ, τις υφιστάμενες και υπό ανάπτυξη ενεργειακές υποδομές, προκειμένου να αναδειχθεί σε πυλώνα ενεργειακής ασφάλειας και παράγοντα σταθερότητας. Η πραγματοποίηση της 6ης Υπουργικής Συνάντησης της Εταιρικής Σχέσης για τη Διατλαντική Ενεργειακή Συνεργασία (Partnership for Transatlantic Energy Cooperation – P-TEC) στην Αθήνα επιβεβαίωσε τον αναβαθμισμένο ρόλο της χώρας εντός της διατλαντικής συνεργασίας, υποδηλώνοντας τη συγκρότηση ενός νέου πλαισίου σύγκλισης αντιλήψεων σχετικά με την ασφάλεια, την τεχνολογική προσαρμογή και την ενεργειακή ανθεκτικότητα απέναντι στις ανακατατάξεις του διεθνούς συστήματος. Για την ερμηνεία της σημερινής γεωπολιτικής συγκυρίας, καθίσταται αναγκαία η αναφορά στη θεωρητική παράδοση του ρεαλισμού και του νεορεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις.
Η κλασική σκέψη του Hans Morgenthau τοποθετεί την ισχύ στο κέντρο της διεθνούς πολιτικής, υποστηρίζοντας ότι τα κράτη επιδιώκουν τη μεγιστοποίησή της προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους σ’ ένα και ασταθές διεθνές περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, η ενέργεια συνιστά κρίσιμο υλικό θεμέλιο ισχύος: η διαθεσιμότητα, η πρόσβαση και ο έλεγχος των ενεργειακών πόρων και των οδών μεταφοράς τους επηρεάζουν άμεσα την
αυτονομία των κρατικών αποφάσεων, τις στρατιωτικές τους δυνατότητες και τη θέση
τους στον διεθνή συσχετισμό ισχύος.
Η νεορεαλιστική προσέγγιση του Kenneth Waltz μετατοπίζει το επίκεντρο της ανάλυσης από τα κίνητρα των ηγεσιών στη δομή του διεθνούς συστήματος, όπου η αναρχία και η άνιση κατανομή των δυνατοτήτων καθορίζουν τη συμπεριφορά των κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, η ενεργειακή ασφάλεια δεν αποτελεί απλώς στρατηγική επιλογή, αλλά συστημική αναγκαιότητα, καθώς χωρίς την κατοχή ή τον έλεγχο των αντίστοιχων υποδομών ένα κράτος αδυνατεί να λειτουργήσει ως αυτόνομος και ικανός δρων.
Η σύγχρονη γεωπολιτική ανάλυση, σε συνέχεια των παραπάνω, δεν εστιάζει αποκλειστικά στα αποθέματα ενέργειας, αλλά στη λειτουργία των διασυνδεδεμένων δικτύων που εξασφαλίζουν τις ενεργειακές ροές: αγωγών, θαλάσσιων οδών, τερματικών σταθμών και ναυτιλιακών υποδομών. Η ισχύς, συνεπώς, συναρτάται με τον έλεγχο των «κρίσιμων κόμβων» και των γεωγραφικών διαύλων που επιτρέπουν τη σταθερή και ανεμπόδιστη μεταφορά ενέργειας. Ακριβώς σε αυτό το πεδίο η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς βρίσκεται στη διασταύρωση δικτύων που συνδέουν τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Κεντρική Ευρώπη, αναβαθμίζοντας τη στρατηγική της σημασία στο υπό διαμόρφωση ενεργειακό και γεωπολιτικό περιβάλλον. Η θέση αυτή την εντάσσει ταυτόχρονα στη Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, στοιχείο που προσδίδει στις ενεργειακές της
υποδομές βαρύτητα δυσανάλογη του μεγέθους της εγχώριας αγοράς. Ο τερματικός σταθμός LNG στη Ρεβυθούσα, το υπό ολοκλήρωση FSRU στην Αλεξανδρούπολη, ο αγωγός TAP που συνδέει την Κασπία με την Ιταλία μέσω ελληνικού εδάφους, ο αγωγός IGB που εξασφαλίζει ροή φυσικού αερίου από την Ελλάδα προς τη Βουλγαρία, καθώς και η προοπτική πραγματοποίησης του αγωγού EastMed, συνθέτουν ένα ενεργειακό πλέγμα ευρισκόμενο σε κρίσιμο σημείο του ευρωατλαντικού συστήματος. Η στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας δεν αφορά μόνο τις χερσαίες και θαλάσσιες ενεργειακές υποδομές· στηρίζεται επίσης σε έναν
συχνά υποτιμημένο παράγοντα: την ελληνική ναυτιλία. Οι ελληνόκτητες εταιρείες ελέγχουν τον μεγαλύτερο στόλο μεταφοράς LNG διεθνώς, στοιχείο κρίσιμο για τη διατήρηση και αναδιάταξη των παγκόσμιων ενεργειακών ροών. Δεδομένου ότι η μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου εξαρτάται όχι μόνο από πηγές και τερματικούς σταθμούς, αλλά και από την ικανότητα ασφαλούς και αποτελεσματικής μεταφοράς του σε μεγάλες αποστάσεις, ο ελληνικός στόλος καθίσταται απαραίτητος. Χωρίς αυτόν, η ευρωπαϊκή προσαρμογή στα νέα ενεργειακά δεδομένα θα ήταν τεχνικά και οικονομικά περιορισμένη. Συνεπώς, η Ελλάδα δεν λειτουργεί απλώς ως χώρος υποδοχής και διανομής ενέργειας, αλλά ως κρίσιμος κρίκος της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας σε περιόδους κρίσης.
Εντός της ευρύτερης αναδιάρθρωσης του περιφερειακού γεωπολιτικού τοπίου, η Αλεξανδρούπολη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας στρατηγικής θέσης της χώρας. Από περιφερειακή πόλη εκτός των κύριων γεωπολιτικών αξόνων, εξελίσσεται σε κόμβο όπου συμπλέκονται ενεργειακές υποδομές, αμυντική παρουσία και περιφερειακές ισορροπίες. Το υπό κατασκευή FSRU, η διασύνδεση με τον κάθετο άξονα μεταφοράς ενέργειας προς τα Βαλκάνια και η ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ αναβαθμίζουν ουσιαστικά τον ρόλο της. Η πρόσβαση προς τη Μαύρη Θάλασσα αποκτά πρόσθετη σημασία σε ένα περιβάλλον όπου η Ρωσία επιχειρεί να αναθεωρήσει ισορροπίες και η Ουκρανία αναζητεί ασφαλείς οδούς επιμελητείας. Η Αλεξανδρούπολη λειτουργεί έτσι ως κόμβος περιφερειακής σταθεροποίησης, σε πλήρη αντιστοιχία με τη νεορεαλιστική λογική της ισορροπίας ισχύος.
Παράλληλα, η ενίσχυση των στρατηγικών δεσμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθιστά την Ελλάδα αξιόπιστο εταίρο σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικών δυνάμεων και μεταβαλλόμενων ισορροπιών. Η Τουρκία υιοθετεί εξωτερική πολιτική αναδιαμόρφωσης των περιφερειακών ισορροπιών με πολυδιάστατα εργαλεία δράσης, η Ρωσία επιδιώκει να διατηρήσει επιρροή στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Κίνα επεκτείνει την οικονομική της παρουσία μέσω επενδύσεων σε στρατηγικές υποδομές. Σε αυτό το πλαίσιο αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως πυλώνας σταθερότητας, αξιοποιώντας συμμαχίες και θεσμικές συνεργασίες σύμφωνα με τη νεορεαλιστική λογική της συστημικής εξισορρόπησης.
Η σύγκλιση ενεργειακής και γεωπολιτικής στρατηγικής αποτυπώνεται και στη συμφωνία μεταξύ ExxonMobil, HELLENiQ Energy και Energean για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Μπλοκ 2 του Βορειοδυτικού Ιονίου. Η επιλογή της Ελλάδας από έναν διεθνή ενεργειακό κολοσσό όπως η ExxonMobil συνιστά ένδειξη εμπιστοσύνης στη θεσμική σταθερότητα και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Εφόσον τα διαθέσιμα αποθέματα επιβεβαιωθούν, η χώρα θα μπορούσε να ενισχύσει ουσιωδώς την ενεργειακή της αυτονομία, περιορίζοντας την εξάρτηση από εισαγωγές και αυξάνοντας τη στρατηγική της βαρύτητα ως δυνητικού πυλώνα ενεργειακής ασφάλειας για την Ευρώπη.
Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές διαμορφώνονται σ’ ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού. Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί σήμερα μία από τις πιο δυναμικές και ασταθείς περιοχές του διεθνούς συστήματος, όπου οι ισορροπίες ισχύος είναι ρευστές και συχνά αμφισβητούμενες. Η Τουρκία επιδιώκει να αναδειχθεί σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο, αξιοποιώντας τον TurkStream, τη στρατιωτική της παρουσία στη Λιβύη και την αυξανόμενη δραστηριότητά της στη Μαύρη Θάλασσα. Η στρατηγική αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη αναθεωρητική πολιτική, η οποία αποσκοπεί στην επανακαθορισμένη πρόσβαση σε θαλάσσιες ζώνες και ενεργειακούς πόρους, θέτοντας υπό αμφισβήτηση υφιστάμενες διεθνείς συμφωνίες και
γεωπολιτικές ισορροπίες.
Απέναντι σε αυτή τη στρατηγική κινητικότητα, η Αθήνα, η Λευκωσία, το Κάιρο και το Τελ Αβίβ έχουν διαμορφώσει ένα πλέγμα τριμερών συνεργασιών, το οποίο λειτουργεί ως σταθεροποιητικός μηχανισμός στην περιοχή. Οι συνεργασίες αυτές δεν περιορίζονται σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά εντάσσονται σε μια δομημένη στρατηγική σύγκλιση συμφερόντων και ασφάλειας. Παρόλα αυτά, το περιφερειακό σύστημα παραμένει ευμετάβλητο, καθώς οι συμμαχίες δεν έχουν ακόμη πλήρως θεσμοποιηθεί και εξακολουθούν να εξαρτώνται από μεταβαλλόμενους συσχετισμούς ισχύος — γεγονός που επιβεβαιώνει τη νεορεαλιστική ερμηνεία του διεθνούς περιβάλλοντος ως δυναμικού και μη-σταθερού.
Τοιουτοτρόπως, η ενεργειακή μετάβαση επηρεάζει βαθιά τη μακροπρόθεσμη κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενεργειακής αρχιτεκτονικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει την ταχεία μείωση των εκπομπών άνθρακα, ασκώντας πίεση στις συμβατικές μορφές ενέργειας και θέτοντας ζητήματα επαναπροσδιορισμού της οικονομικής βιωσιμότητας συγκεκριμένων υποδομών. Η ελληνική ναυτιλία, ωστόσο, διατηρεί στρατηγικό πλεονέκτημα λόγω της διαχρονικής ικανότητάς της να προσαρμόζεται και να καινοτομεί. Η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και
εναλλακτικών καυσίμων ενισχύει τη θέση της ως καθοριστικού φορέα μεταφοράς ενέργειας σε παγκόσμια κλίμακα, καθιστώντας την κρίσιμο στοιχείο της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας.
Η τρέχουσα συγκυρία καθιστά σαφές ότι η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια περίοδο δομικής στρατηγικής αναβάθμισης, διαθέτοντας το σύνολο των προϋποθέσεων για να λειτουργήσει ως περιφερειακός πυλώνας ενεργειακής ασφάλειας και σταθερότητας. Οι υποδομές μεταφοράς και αποθήκευσης ενέργειας, η ναυτιλιακή τεχνογνωσία, οι διπλωματικές συνεργασίες και η γεωγραφική της θέση συγκροτούν ένα πλέγμα ισχύος που υπερβαίνει το μέγεθος της χώρας και της προσδίδει ρόλο διαμορφωτή, όχι απλώς αποδέκτη, των εξελίξεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Το ζητούμενο, πλέον, δεν είναι η αναγνώριση των ευκαιριών, αλλά η θεσμοθέτηση μιας συνεκτικής και μακροπρόθεσμης στρατηγικής που θα μετατρέψει την ευνοϊκή συγκυρία σε διαρκές χαρακτηριστικό της διεθνούς θέσης της Ελλάδας.


