Του Σάββα Παυλίδη
Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι έρχεται σε μια περίοδο όπου ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται να εισέρχεται σε ένα νέο, πιο διπλωματικό στάδιο. Η συνάντηση αυτή, πέρα από τις δηλώσεις και τις εντυπώσεις που δημιούργησε, λειτουργεί ως σύμβολο μιας ευρύτερης πραγματικότητας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν και ουσιαστικά προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό τη σύγκρουση, τώρα εμφανίζονται ως βασικός παράγοντας για την ειρήνευση.
Η ένταση στην Ουκρανία δεν ξεκίνησε απότομα το 2022. Ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων γεωπολιτικών κινήσεων, στις οποίες σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι ΗΠΑ. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Δύση και κυρίως η Ουάσινγκτον, στήριξαν πολιτικά και στρατηγικά την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, παρά τις σοβαρές ενστάσεις της Μόσχας.
Η προοπτική αυτή θεωρήθηκε από τη Ρωσία ως απειλή για την εθνική της ασφάλεια. Η διεύρυνση της βορειοατλαντικής συμμαχίας προς τα ανατολικά και ιδίως σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, ερμηνεύτηκε από το Κρεμλίνο ως περικύκλωση. Το Κίεβο, ενθαρρυμένο από τη δυτική υποστήριξη, κινήθηκε προς τη Δύση, οδηγώντας τελικά στη ρωσική αντίδραση. Πρώτα με την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και έπειτα με την πλήρους κλίμακας εισβολή το 2022.
Ο πόλεμος επέφερε τεράστιο κόστος σε όλες τις πλευρές, εκτός, ίσως, από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουκρανία υπέστη ανθρώπινες απώλειες, καταστροφή υποδομών και ένα τεράστιο προσφυγικό κύμα. Η Ρωσία βρέθηκε αντιμέτωπη με κυρώσεις που απομόνωσαν τη χώρα από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά δίκτυα και προκάλεσαν σοβαρά πλήγματα στην οικονομία της.
Αλλά και η Ευρώπη δεν έμεινε ανεπηρέαστη. Η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός και η πίεση στους εθνικούς προϋπολογισμούς για στρατιωτικές δαπάνες, επιβάρυναν σημαντικά τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Παράλληλα, η ΕΕ φάνηκε να ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις που ελήφθησαν στην Ουάσινγκτον, χωρίς να διαμορφώνει αυτόνομη στρατηγική.
Μετά από περισσότερα από δύο χρόνια σύγκρουσης, και καθώς η κόπωση αρχίζει να γίνεται ορατή και εντός των ΗΠΑ, ο Τραμπ αναλαμβάνει πρωτοβουλία με σαφή στόχο. Να παρουσιαστεί ως ο ηγέτης που θα “τελειώσει τον πόλεμο”.
Η κίνηση αυτή έχει διπλή σημασία. Από τη μία πλευρά, ενισχύει την εικόνα των ΗΠΑ ως δύναμης που μπορεί να δώσει λύσεις, ακόμα και σε πολέμους που πυροδότησε η ίδια μέσω γεωπολιτικών επιλογών. Από την άλλη, υποβαθμίζει τον ρόλο της Ευρώπης και έμμεσα της Ρωσίας, η οποία, παρά την στρατιωτική της παρουσία, δείχνει πως δεν μπορεί να επιβάλει λύση χωρίς τη συγκατάθεση της Ουάσινγκτον.
Αν εξετάσει κανείς τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, το ισοζύγιο είναι εις βάρος όλων. Η Ουκρανία έχει αιμορραγήσει, η Ρωσία έχει αποδυναμωθεί, η Ευρώπη έχει πληρώσει οικονομικό και πολιτικό κόστος. Οι μόνες που δείχνουν να έχουν ενισχυθεί γεωπολιτικά είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατάφεραν, χωρίς άμεση στρατιωτική εμπλοκή, να περιορίσουν τη ρωσική επιρροή, να επαναβεβαιώσουν την ηγεμονία τους στον δυτικό κόσμο και να καταστήσουν την ΕΕ εξαρτώμενη από τις επιλογές της Ουάσινγκτον. Τώρα, επιχειρούν να βάλουν τη σφραγίδα τους και στο τέλος του πολέμου.
Η συνάντηση Τραμπ – Ζελένσκι μπορεί να ήταν απλώς μια εικόνα. Αλλά η εικόνα αυτή αποτυπώνει μια ευρύτερη πραγματικότητα. Οι ΗΠΑ, αφού έπαιξαν κομβικό ρόλο στην έναρξη της κρίσης μέσω της στρατηγικής πίεσης προς τη Ρωσία και της ενίσχυσης του Κιέβου, εμφανίζονται τώρα ως ο μοναδικός παίκτης με τη δύναμη να φέρει λύση. Η Ευρώπη ακολουθεί, η Ρωσία περιορίζεται, και η Ουκρανία αναζητά ελπίδα.
Σε αυτή τη γεωπολιτική εξίσωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν να είναι, αν όχι οι ηθικά δικαιωμένες, σίγουρα οι πρακτικά κερδισμένες.