Συζήτηση για την επιστροφή πολιτιστικών αντικειμένων που φυλάσσονται σε βρετανικά μουσεία πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τετάρτης στη Βουλή των Λόρδων, με ιδιαίτερη έμφαση στα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Ο Κόμης του Κλάνκαρτι έθεσε ερώτημα προς την κυβέρνηση σχετικά με το ενδεχόμενο τροποποίησης της ισχύουσας νομοθεσίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μόνιμη επιστροφή αντικειμένων – όπως τα Γλυπτά του Παρθενώνα – στις χώρες προέλευσής τους. Τόνισε πως τα Γλυπτά πρέπει να εκτίθενται σε ένα περιβάλλον όσο το δυνατόν πιο κοντά στο αρχικό τους πλαίσιο και σε όσο πληρέστερη μορφή γίνεται.
Εκ μέρους της κυβέρνησης, η Βαρόνη Τουάικρος απάντησε ότι δεν υπάρχουν σχέδια για αλλαγή της νομοθεσίας, η οποία δεν επιτρέπει στα μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχαρακτηρίζουν αντικείμενα, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις – όπως για ανθρώπινα λείψανα άνω των 1.000 ετών ή για αντικείμενα που αποδεδειγμένα λεηλατήθηκαν κατά την περίοδο του ναζισμού.
Υπογράμμισε ωστόσο ότι υπάρχουν παραδείγματα επιτυχημένων συνεργασιών και δανεισμών ανάμεσα σε μουσεία και χώρες.
Αναφερόμενη ειδικά στα Γλυπτά του Παρθενώνα, η Βαρόνη επανέλαβε τη θέση ότι αποκτήθηκαν νόμιμα από το Βρετανικό Μουσείο και ότι οποιαδήποτε συμφωνία δανεισμού θα προϋπέθετε την ύπαρξη δεσμεύσεων για την επιστροφή τους μετά τη λήξη του δανεισμού.
Ο Λόρδος ΜακΝάλι υποστήριξε με τη σειρά του ότι η επιστροφή των Γλυπτών θα ενίσχυε τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα μέσω της «μουσειακής διπλωματίας».
Όπως πρόσθεσε: ««Η υφυπουργός απαρίθμησε τις ίδιες δικαιολογίες που χρησιμοποιούν υπουργοί όλων των κομμάτων εδώ και 50 χρόνια για να μην επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Όμως ο ρόλος των μουσείων αλλάζει. Θα μπορούσαμε να επιτύχουμε κάτι σπουδαίο στις σχέσεις μας με την Ελλάδα, αν βρίσκαμε τον τρόπο να επιστρέψουμε τα Γλυπτά και να συνεργαστούμε με την Ελλάδα για μια μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στην ελληνική γλυπτική. Έτσι θα πρέπει να λειτουργούν τα σύγχρονα μουσεία – ως τόποι γνώσης, σεβασμού και συνειδητοποίησης του αποικιακού παρελθόντος».
Η Βαρόνη απάντησε: «Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα έχουν ισχυρές διμερείς σχέσεις, βασισμένες σε κοινές αξίες και ιστορία. Εκτιμούμε βαθιά τη φιλία ανάμεσα στους λαούς μας. Θα αμφισβητούσα τη χρήση του όρου “δικαιολογία”. Πρόκειται για λόγο και άποψη, όχι για δικαιολογία.»