Του Σάββα Παυλίδη
Σοβαρούς πονοκεφάλους προκαλεί στο κυβερνητικό επιτελείο η πληροφορία ότι η Οικονομική Εισαγγελία διερευνά τη χρηματοδότηση της «Ομάδας Αλήθειας».
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Κυριακάτικου Βήματος, η εισαγγελική έρευνα ξεκίνησε μετά από συγκεκριμένες καταγγελίες, που κάνουν λόγο για αθέμιτες ή ακόμη και αδήλωτες ροές πολιτικού χρήματος προς πρόσωπα που βρίσκονται στο επικοινωνιακό παρασκήνιο της κυβέρνησης.
Η έρευνα φαίνεται πως δεν περιορίζεται μόνο στη διαδρομή των χρημάτων, αλλά επεκτείνεται και σε πιθανά φορολογικά αδικήματα, εικονικά τιμολόγια, καθώς και σε ζητήματα που άπτονται της διαφάνειας στη διαχείριση κομματικών πόρων. Πρόκειται ουσιαστικά για μια έρευνα με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, η οποία μπορεί να φέρει νέα αλυσιδωτά προβλήματα σε μια κυβέρνηση που ήδη ασφυκτιά υπό την πίεση του σκανδάλου στον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Στο Μαξίμου επικρατεί ανησυχία πως η υπόθεση της Ομάδας Αλήθειας ενδέχεται να πυροδοτήσει νέο κύμα αποκαλύψεων, με άγνωστο μέχρι στιγμής πολιτικό κόστος. Ήδη, κυβερνητικοί αξιωματούχοι παρακολουθούν με σκεπτικισμό τις διαρροές από τη Δικαιοσύνη, ενώ στα εσωτερικά κυβερνητικά briefings εκφράζονται φόβοι ότι θα υπάρξουν νέες απώλειες για τη Νέα Δημοκρατία στις δημοσκοπήσεις. Απώλειες που πλέον δεν μπορούν να καλυφθούν επικοινωνιακά.
Η πολιτική διαχείριση των κρίσεων αυτών έχει αρχίσει να δείχνει τα όριά της. Ενώ μέχρι πρότινος το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρούσε να απομονώσει τους υπουργούς που εμπλέκονται σε σκάνδαλα, αφήνοντάς τους να φέρουν το πολιτικό βάρος, πλέον γίνεται σαφές ότι η στρατηγική της αποστασιοποίησης δεν επαρκεί. Η σκιά των αποκαλύψεων ακουμπά πλέον και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος αναγκαστικά θα βρεθεί στο κάδρο της πολιτικής κριτικής, καθώς είναι ο μοναδικός με την πολιτική ευθύνη για τη δομή, τον έλεγχο και τη λειτουργία του επικοινωνιακού μηχανισμού του κόμματός του.
Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι –όπως σχολιάζουν νομικοί κύκλοι– «η μισή Δικαιοσύνη» ασχολείται πλέον με υποθέσεις που σχετίζονται με στελέχη ή παρακλάδια της κυβερνητικής λειτουργίας. Αν μη τι άλλο, αυτό δημιουργεί ένα βαρύ πολιτικό και θεσμικό κλίμα, την ώρα που η ΝΔ προσπαθεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στον δημόσιο διάλογο και να συγκρατήσει τη φθορά της.
Αν δεν υπάρξει άμεση και πειστική αντιμετώπιση των νέων υποθέσεων –ειδικά σε ένα πεδίο τόσο ευαίσθητο όσο η πολιτική χρηματοδότηση και η διάχυση κομματικών κονδυλίων σε «παραθεσμικά» δίκτυα επικοινωνίας, τότε το ενδεχόμενο γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης στο εσωτερικό του κόμματος και ευρύτερα στην κοινωνία δεν μπορεί να αποκλειστεί.