Μειωμένες σε αριθμός αλλά αυξημένες σε αξία ήταν τα νέα δάνεια το 2024 για τις επιχειρήσεις αναφέρει η Νομισματική Εκθεση της ΤτΕ.
Περίπου το 40% της αξίας των εκταμιεύσεων κατευθύνθηκε σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της βιομηχανίας και μεταποίησης και της παραγωγής ενέργειας.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των χρηματοδοτικών πόρων λήφθηκε από επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, ενώ σχεδόν το ήμισυ των πόρων αφορούσε κάλυψη αναγκών για κεφάλαιο κίνησης. Τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων υπήρξαν χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2023 ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης, ενώ παράλληλα διαφαίνεται αντίστροφη σχέση μεταξύ ονομαστικού επιτοκίου δανεισμού και μεγέθους επιχείρησης
Η αξία των νέων συμβάσεων επιχειρηματικών πιστώσεων που συνήφθησαν κατά το 2024 ανήλθε σε 28 δισ. ευρώ, ελαφρώς μειωμένη έναντι του 2023.
Ωστόσο, οι οφειλές των ΜΧΕ προς τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα που αντιστοιχούσαν στις εν λόγω συμβάσεις, δηλ. η αξία των δανείων που όχι απλώς συνομολογήθηκαν αλλά και εκταμιεύθηκαν το έτος αυτό, ενισχύθηκαν σημαντικά σε 20,6 δισ. ευρώ, από 12,8 δισ. ευρώ ένα έτος νωρίτερα.
Στις πιστωτικές γραμμές η μερίδα του λέοντος – Το 1% μόνον του δανεισμού από κάρτες
Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών πιστωτικών προϊόντων, μεγαλύτερο μερίδιο ως προς την αξία των εκταμιευμένων νέων δανείων (62%) αντιστοιχούσε σε “πιστωτικές γραμμές” οι οποίες κατά βάση αφορούν δάνεια τακτής λήξης τμηματικών εκταμιεύσεων επί μια περίοδο που δύναται να υπερβαίνει το ένα έτος. Ακολουθούν, με μερίδιο 28%, τα δάνεια τακτής λήξης, που στην πράξη περιλαμβάνουν δάνεια καθορισμένης διάρκειας εκταμιευόμενα εφάπαξ, και τέλος, με μερίδιο περίπου 9%, οι ανακυκλούμενες πιστώσεις, δηλ. οι πιστώσεις που παρέχουν στο δανειολήπτη τη δυνατότητα επαναλαμβανόμενων αναλήψεων.
Οι τρεις αυτές κατηγορίες κάλυψαν σχεδόν το σύνολο των εκταμιεύσεων νέων τραπεζικών δανείων προς τις εγχώριες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις για το 2024, με τις εναπομένουσες μορφές δανεισμού (πιστωτικές κάρτες, υπεραναλήψεις, χρηματοδότηση με εκχώρηση εμπορικών απαιτήσεων κ.ά.) να αναλογούν σε λιγότερο από 1% της αξίας των εκταμιευμένων νέων δανείων κατά το 2024.
Οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις και οι μικρές επιχειρήσεις έλαβαν 3,2 δισ. ευρώ και 1,8 δισ. ευρώ αντιστοίχως.
Σημαντικό ύψος χρηματοδοτικών πόρων (αξίας περίπου 3 δισ. ευρώ) αφορούσε επιχειρήσεις που συστάθηκαν εντός του 2024 για τις οποίες δεν υπήρχαν έως το μήνα αναφοράς (Φεβρουάριο 2025) δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία ή αριθμός εργαζομένων προκειμένου για την κατά μέγεθος ταξινόμησή τους.
Επιπρόσθετα, αξιόλογο ύψος δανείων συνδεόταν με εταιρίες οι οποίες ταξινομούνται μεν στις πολύ μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, δεν είναι ωστόσο αντιπροσωπευτικές της τυπικής πολύ μικρής επιχείρησης.
Οι μη αντιπροσωπευτικές αυτές επιχειρήσεις, λόγω της φύσης της δραστηριότητάς τους, απασχολούν μικρό αριθμό εργαζομένων (π.χ. εταιρίες holding) ή παρουσιάζουν πολύ χαμηλό κύκλο εργασιών.
Όσον αφορά το πλήθος δανείων, πάνω από το ήμισυ αναλογούσε στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, το οποίο εύλογα αποδίδεται στο μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία και στα κατά κανόνα μικρότερου μεγέθους δάνεια που λαμβάνουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής βάσης, οι νέες δανειακές συμβάσεις που συνήφθησαν με ΜΧΕ κατά το 2024 αφορούσαν κυρίως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της βιομηχανίας και μεταποίησης και στην παραγωγή ηλεκτρισμού ή εκμετάλλευση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Ειδικότερα, σε όρους αξίας δανειακών συμβάσεων: 21% συνδεόταν με επιχειρήσεις βιομηχανίας και μεταποίησης, 20% ηλεκτρισμού, φυσικού αερίου, νερού και λυμάτων, 12% χονδρικού και λιανικού εμπορίου, 12% μεταφορών και αποθήκευσης και 10% καταλυμάτων και εστίασης.
Η κάλυψη αναγκών κεφαλαίου κίνησης αναλογούσε σε 45% της αξίας των εκταμιεύσεων, με τις μικρές επιχειρήσεις να εμφανίζουν ελαφρώς υψηλότερες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης αναλογικά με το σύνολο της δανειοδότησής τους
Κατά το 2024, το ποσοστό της αξίας των συναφθεισών νέων συμβάσεων οι οποίες ακολούθως εκταμιεύθηκαν εντός του έτους αυξήθηκε σημαντικά έναντι του 2023, ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης. Οι εκταμιεύσεις ως ποσοστό της αξίας των αναλογουσών συμβάσεων παρέχουν χρήσιμη πληροφόρηση για την πιστωτική επέκταση στο μέλλον, καθώς όσο μικρότερο είναι αυτό το ποσοστό, τόσο μεγαλύτερο το ποσό που αναμένεται να εκταμιευθεί κατά τα επόμενα έτη.
Κατά το 2024, οι εκταμιεύσεις ως ποσοστό της αξίας των συμβάσεων ανήλθαν σε ή και υπερέβησαν το 70% σε όλες τις κατηγορίες μεγέθους επιχειρήσεων. Ελαφρώς μικρότερο ποσοστό παρατηρήθηκε στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, η χρηματοδότηση των οποίων κατά κανόνα συνδέεται με δάνεια επενδυτικού σκοπού, μεγάλου ύψους και τμηματικών εκταμιεύσεων. Σε σύγκριση με το 2023, τα ποσοστά ήταν σημαντικά υψηλότερα σε όλες τις κατηγορίες μεγέθους των επιχειρήσεων. Στην εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι συνέβαλε το γεγονός πως κατά το 2023 είχε συνομολογηθεί αξιόλογος αριθμός δανειακών συμβάσεων στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σταδιακές εκταμιεύσεις ανάλογα με την πρόοδο των χρηματοδοτούμενων επενδυτικών σχεδίων.
Ονομαστικό επιτόκιο δανείων: Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των εγχώριων ΜΧΕ μειώθηκε κατά τη διάρκεια του 2024, σε συνέπεια με τις μειώσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και των επιτοκίων της διατραπεζικής αγοράς του ευρώ.
Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των νέων συμβάσεων αφορούσε δάνεια σε ευρώ, καθώς και ότι η πλειονότητα των νέων συμβάσεων συνδεόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ειδικότερα, η διάμεσος της κατανομής των επιτοκίων νέων δανείων του 2024 διαμορφώθηκε σε 5,0%, έναντι διαμέσου 5,5% το 2023
Το ενδοτεταρτημοριακό εύρος της κατανομής των επιτοκίων – δηλ. το εύρος μεταξύ ελάχιστου και μέγιστου επιτοκίου δανεισμού για το ήμισυ των δανείων που χορηγήθηκαν (αφού αποκλειστεί το 25% των φθηνότερων δανείων και το 25% των ακριβότερων δανείων) – ήταν 160 μονάδες βάσης με όρια 4,3%- 5,9%. Τα αντίστοιχα όρια για το 2023 ήταν 4,6%-6,8%.
Οι υψηλές τιμές επιτοκίων που καταγράφονται στην κατανομή επιτοκίων δανεισμού των ΜΧΕ αφορούν κυρίως εταιρικές πιστωτικές κάρτες, των οποίων η συμβολή στην εταιρική χρηματοδότηση είναι αμελητέα. Αν εξαιρεθούν οι πιστωτικές κάρτες, παρατηρείται ότι συνολικά η κατανομή των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων κατά το 2024 είναι μετατοπισμένη προς τα αριστερά σε σύγκριση με το 2023, δηλ. καταγράφεται γενικευμένη μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων το 2024 έναντι του προηγούμενου έτους.
Ταυτόχρονα, σημειώνεται μικρότερη διασπορά, καθώς, εξαιρουμένων των ακραίων δεκατημορίων της κατανομής (του 10% των φθηνότερων και του 10% των ακριβότερων δανείων), το υπόλοιπο 80% των δανείων που συνομολογήθηκαν είχε επιτόκια μεταξύ 3,8% και 7,3%, έναντι 4%-8,2% κατά το 2023. Ανά μέγεθος επιχείρησης, μικρότερα επιτόκια χορηγήσεων καταγράφηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν μεταξύ άλλων υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα συγκριτικά με τις επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους και μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη όσον αφορά τους όρους δανεισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής βάσης AnaCredit, η διάμεσος του ονομαστικού επιτοκίου νέου δανεισμού το 2024 ήταν: 4,5% στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, 4,7% στις επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, 5,0% και 5,2% στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αντίστοιχα.
Βεβαίως, στην πραγματικότητα πολλές εγχώριες επιχειρήσεις έλαβαν πιο βελτιωμένους όρους τιμολόγησης έναντι των προαναφερθέντων, λόγω της υπαγωγής τους σε προγράμματα στο πλαίσιο των σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ή της δανειοδότησής τους μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Τα χαμηλότοκα ή και άτοκα δάνεια που συνδέονται με προγράμματα συγχρηματοδότησης των αναπτυξιακών φορέων ή του Μηχανισμού κατά το μέρος που προσφέρονται από δημόσιους πόρους δεν θεωρούνται απαίτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και δεν περιλαμβάνονται στα εντός ισολογισμού στοιχεία απαιτήσεων της στατιστικής βάσης δεδομένων AnaCredit.
Όσον αφορά το επιτόκιο δανεισμού ανά κατηγορία προϊόντος για τις τρεις σημαντικότερες σε όρους όγκου κατηγορίες προϊόντων, υπήρξε διαφοροποίηση στην τιμολόγηση των δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια έναντι των πιστωτικών γραμμών και των δανείων τακτής λήξης, πιθανώς λόγω του υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου στα δάνεια αυτής της κατηγορίας και του αυξημένου για τις τράπεζες διαχειριστικού κόστους. Έτσι, η διάμεσος του επιτοκίου ήταν στις πιστωτικές γραμμές 4,7% και στα δάνεια τακτής λήξης 5,3%, ενώ στις ανακυκλούμενες πιστώσεις διαμορφώθηκε κατά περίπου 80 μονάδες βάσης υψηλότερα έναντι των πιστωτικών γραμμών, σε 5,5%.
Πηγή: newmoney.gr