Tου Κώστα Παππά
Το 2026 μπορεί να μην είναι , ακόμη, επισήμως χαρακτηρισμένο ως εκλογική χρονιά. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι θα αποτελέσει σημείο καμπής για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Όλα τα σημάδια δείχνουν πως πρόκειται για μια χρονιά βαθιών ανακατατάξεων, όπου οι πολιτικές ισορροπίες θα δοκιμαστούν, οι βεβαιότητες θα καταρρεύσουν και νέα σχήματα θα διεκδικήσουν χώρο και ρόλο σε ένα σκηνικό που μοιάζει κορεσμένο αλλά ταυτόχρονα εύθραυστο.
Η κόπωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας από τα υπάρχοντα κόμματα, η αποχή που καταγράφεται σε ανησυχητικά επίπεδα και η διάχυτη αίσθηση ότι «κανείς δεν εκπροσωπεί πραγματικά», δημιουργούν το ιδανικό υπόβαθρο για την εμφάνιση νέων πολιτικών φορέων. Δεν πρόκειται απλώς για μια ακόμη ανακύκλωση προσώπων ή ιδεών· πρόκειται για μια αναζήτηση νέας ταυτότητας του πολιτικού συστήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η δημόσια τοποθέτηση της κυρίας Καρυστιανού περί δημιουργίας ενός νέου κινήματος, το οποίο φιλοδοξεί να εκφράσει κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μέχρι σήμερα παραμένουν πολιτικά άστεγες. Παράλληλα, η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να προχωρήσει στη δημιουργία δικού του πολιτικού κόμματος σηματοδοτεί μια σαφή προσπάθεια επανακαθορισμού του χώρου της Κεντροαριστεράς, μακριά από τα βαρίδια και τις ήττες του παρελθόντος. Την ίδια στιγμή, η πολύ πιθανή επιστροφή του Αντώνη Σαμαρά στην ενεργό πολιτική, με τη δημιουργία νέου πολιτικού φορέα, απειλεί να αναδιαμορφώσει ριζικά τον χώρο δεξιά της Νέας Δημοκρατίας – αλλά και τη Νέα Δημοκρατία την ίδια.
Οι εξελίξεις αυτές δεν είναι μεμονωμένες. Συνθέτουν ένα ευρύτερο μοτίβο ανακατατάξεων τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Κοινός παρονομαστής; Τα εκατομμύρια απογοητευμένων ψηφοφόρων, αλλά και εκείνοι που επέλεξαν την αποχή στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτοί αποτελούν τον βασικό στόχο όλων των νέων εγχειρημάτων, καθώς χωρίς τη δική τους κινητοποίηση καμία πολιτική ανατροπή δεν μπορεί να καταστεί ουσιαστική.
Το μεγάλο ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: σε ποιον βαθμό τα νέα κόμματα θα επηρεάσουν τη Νέα Δημοκρατία, η οποία εξακολουθεί , δημοσκοπικά τουλάχιστον, να προηγείται; Η απάντηση δεν είναι απλή. Η είσοδος ισχυρών νέων σχημάτων στην πολιτική σκηνή ενδέχεται να αποστερήσει από το κυβερνών κόμμα όχι μόνο ποσοστά, αλλά και τη δυνατότητα μελλοντικών συνεργασιών. Ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο, χωρίς καθαρούς συμμάχους, καθιστά την κυβερνησιμότητα εξαιρετικά δύσκολη.
Παράλληλα, τα υπόλοιπα κόμματα του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος θα βρεθούν υπό τεράστια πίεση. Ποιοι θα αντέξουν; Ποιοι θα δουν τα ποσοστά τους να συρρικνώνονται επικίνδυνα, ίσως ακόμη και κάτω από το όριο του 3%; Η μάχη για τη δεύτερη θέση αναμένεται να είναι κομβική, όχι μόνο συμβολικά αλλά και ουσιαστικά, καθώς θα καθορίσει ποιος μπορεί να διεκδικήσει ρόλο εναλλακτικής διακυβέρνησης.
Σε ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον, η αυτοδυναμία φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη για οποιοδήποτε κόμμα. Το πιθανότερο σενάριο είναι μια πρώτη εκλογική αναμέτρηση χωρίς καθαρό νικητή, που θα οδηγήσει τη χώρα σε δεύτερες εκλογές, μέσα σε κλίμα έντονης πόλωσης αλλά και πολιτικής αβεβαιότητας. Οι πολίτες θα κληθούν να επιλέξουν όχι μόνο κόμμα, αλλά και μοντέλο διακυβέρνησης σε μια εποχή όπου οι εύκολες λύσεις έχουν εξαντληθεί.
Όλα δείχνουν πως τα κομμάτια του πολιτικού παζλ αλλάζουν θέση. Παλιές συμμαχίες διαλύονται, νέες γραμμές αντιπαράθεσης χαράσσονται και το πολιτικό σκηνικό εισέρχεται σε φάση ρευστότητας. Το 2026 δεν θα είναι απλώς μια ακόμη χρονιά. Θα είναι η χρονιά των μεγάλων αλλαγών, της αμφισβήτησης και –ενδεχομένως– της αρχής ενός νέου πολιτικού κύκλου για τη χώρα.




